Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΚΑΤΑΛΗΨΙΕΣ ΚΑΙ ΥΠΟΚΡΙΤΕΣ


Πολλά χρόνια πριν, το 1988, στο υπουργείο παιδείας ήταν υπουργός ο αείμνηστος Τρίτσης και ένα μεγάλο κύμα καταλήψεων με βρήκε στην Γ’ λυκείου. Διαμαρτυρόμασταν για πολλά θέματα και δεν μπαίναμε στις τάξεις για αρκετές εβδομάδες. Η ‘’λύση’’ ήρθε από τον Ανδρέα Παπανδρέου αλλάζοντας τον υπουργό, τοποθετώντας τον Γιωργάκη στη θέση του Τρίτση που έλυσε κάποια εύκολα θέματα που ζητούσαμε.
Από τότε έχουν γίνει δεκάδες καταλήψεις, που δίνουν την εντύπωση της συνήθειας. Λίγο πριν τη γιορτή του Πολυτεχνείου ξεσπά η μπόρα και καταλαγιάζει αρχές Δεκέμβρη. Πέρα από την επανάληψη του φαινομένου κατά πόσο υπάρχει δίκιο σε παρόμοιες πράξεις που πραγματοποιούνται από έφηβους που το αίμα τους βράζει και είναι επιρρεπείς στον ξεσηκωμό;
Ακούσαμε εχτές για μία δικαστική απόφαση που έβαλε 20 μέρες φυλακή σε καταληψίες, χωρίς αναστολή και δυνατότητα έφεσης, κάτι που σημαίνει ότι η ποινή δεν θα παραγραφεί από το μητρώο τους.
Πάμε ένα βήμα παρακάτω τώρα στη διαχείριση του περιοδικού αυτού προβλήματος. Δυστυχώς για μία ακόμα φορά παίζονται επικοινωνιακά παιχνίδια στις πλάτες των παιδιών. Μία χώρα που αντιμετωπίζει με τόση υπεροψία και αδιαφορία την πραγματική μόρφωση και εκπαίδευση των μαθητών της, απαιτεί και μόνο απαιτεί.
Πόσο θράσος χρειάζεται για να ξεστομίζει ο αρμόδιος υπουργός παιδείας ότι ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ δεν έχει δικαίωμα να προτείνει πως θα γίνει καλύτερος ο μαθητής; Αυτός με τι γνώσεις ανέλαβε παλαιότερα την υγεία, καταντώντας την, αυτό που την κατάντησε.
Πόσο θράσος χρειάζεται για να ψάχνεις με τη δίωξη ηλεκτρονικού εγκλήματος, διαχειριστές σελίδων που προτείνουν καταλήψεις; Αν υπάρχουν παράνομες πράξεις, να υπάρχουν οι απαραίτητες ενέργειες κι όχι ο εκφοβισμός.
Ποιοι άραγε τολμάνε να κουνάνε το δάκτυλο στους μαθητές; Οι αποκλειστικοί διαχειριστές του χάους στην παιδεία τα τελευταία σαράντα χρόνια που εξέθρεψαν τον απόλυτο συνδικαλισμό, ακόμη και μέσα στις αίθουσες, εξέθρεψαν και γιγάντωσαν το θεσμό των φροντιστηρίων, μία παγκόσμια Ελληνική πατέντα, χρησιμοποίησαν τους μαθητές πάντα ευρισκόμενοι στην αντιπολίτευση, εξαθλίωσαν το εκπαιδευτικό προσωπικό αμείβοντας το με ψίχουλα, όχι για να μάθει γράμματα στα παιδιά μας αλλά για ψάχνει έξτρα φροντιστηριακές απογευματινές ώρες για να ζήσει αξιοπρεπώς.

Στην αγωνία επίτευξης μνημονιακών στόχων, κανείς δεν νοιάζεται για τα 1500 κενά που θα στερήσουν γνώση σε χιλιάδες μαθητές. Γιατί να νοιαστεί όμως; Τα ευλογημένα τέκνα της πολιτικής μας ηγεσίας παρακολουθούν μαθήματα σε ιδιωτικά ιδρύματα ‘’φίλων και γνωστών’’ όπου δεν υπάρχουν καταλήψεις, κενά, ελλείψεις αιθουσών και εποπτικών μέσων.
Όλοι ξέρουμε ότι το εκπαιδευτικό μας σύστημα είναι μία σαβούρα, χτισμένη σε ανάγκες παρωχημένες, που όχι μόνο δεν βοηθούν τους μαθητές, αλλά τους κάνει λάστιχα, που από το τέντωμα πολλές φορές σπάζουν πριν ακόμη ξεκινήσουν τον ενήλικο βίο τους. Σαν γονιός μαθητή της Β’ λυκείου, βλέπω τις αγωνίες τους και τα αδιέξοδα που έχουν μη γνωρίζοντας ποιο σύστημα τελικά θα του πιάσει. Απόδειξη για αυτό οι δεκάδες αλλαγές του εξεταστικού συστήματος στο λύκειο.
Η εκπαίδευση και η παιδεία είναι θέματα ιερά για να τα αφήσουμε στα χέρια άσχετων και άχρηστων πολιτικών. Το ορφανό του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ λίγο για να κουνάει το δάκτυλο ακριβώς όπως ο φαλακρός πρύτανης που νομίζει ότι είναι πρόεδρος έκτακτου στρατοδικείου. Απαιτείτε διακομματική συναίνεση για την επιλογή εξωκοινοβουλευτικού επιτελείου στο υπουργείο παιδείας που θα έχει δεκαετή, ίσως και παραπάνω διάρκεια. Κανείς δεν θα έχει δικαίωμα να παρεμβαίνει στο έργο τους και οι αποφάσεις τους θα είναι άμεσα εκτελεστέες χωρίς περικοπές και παζάρια.
Αν κι εσείς όπως κι εγώ, αναρωτιέστε αν υπάρχουν δέκα αδέκαστοι άνθρωποι που θα βάλουν πάνω απ’ όλα τα παιδιά και το μέλλον αυτής της χώρας και όχι τις συντεχνιακές τους προτεραιότητες, τότε η κατάσταση είναι απελπιστική. Με όλα αυτά που βλέπω δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν. Παρόλα αυτά πρέπει αυτοί οι άνθρωποι να βρεθούν. Πρέπει η παιδεία να αυτονομηθεί. Πρέπει όλοι μας να δουλέψουμε παραπάνω. Πρέπει τα παιδιά μας να μορφωθούν όπως οι μέρες μας και ο παγκόσμιος ανταγωνισμός απαιτούν.

Τότε δεν θα υπάρχουν καταλήψεις, τότε δεν θα υπάρχει υποκίνηση, τότε δεν θα υπάρχει αντιπαράθεση στο πιο ιερό κομμάτι της Ελληνικής κοινωνίας.

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

Πιστός φίλος.


Σε εποχές δύσκολες για ένα ολόκληρο λαό είναι ίσως δύσκολο και άτοπο ν’ αναφέρεται κάποιος σε απώλειες που δεν έχουν σχέση με ανθρώπινες ζωές, που δυστυχώς είναι πολλές και αμέτρητες με αίτια μία οικονομική κρίση, που μας ήρθε βίαια, όσο κι αν κάποιοι την είχαν προβλέψει.
Θα πάρω το ρίσκο, αν και υπάρχει ο κίνδυνος του χαρακτηρισμού του γραφικού, του ρομαντικού, του ψεκασμένου (κάτι πολύ της μόδας τελευταία). Ίσως κάποιες φορές οι σκέψεις πρέπει να καταγράφονται για να μετριάζεται η στεναχώρια και η θλίψη που κάποια γεγονότα προκαλούν.
Η τριήμερη αποχή μου από τα διαδικτυακά δρώμενα έχει σχέση με το χαμό του σκύλου μας που συνέβη γρήγορα και αναπάντεχα. Ένα μέλος της οικογένειας για έντεκα χρόνια, μία καθημερινή παρέα και συνήθεια, ένας πιστός, υπάκουος, καλός, ανιδιοτελής φίλος που μεγάλωσε παράλληλα με τον γιο μας και αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας μας.
Ήταν λίγες μέρες μετά τον 15αύγουστο του 2003 που ο Black ήρθε στην παρέα μας, δώρο του θείου μας, κουτάβι δέκα ημερών. Με τη βοήθεια του πεντάχρονου τότε Κωνσταντίνου που κουβαλούσε ξύλα, φτιάξαμε το πρώτο του σπίτι και άρχισε το ταξίδι με όσα ‘’βάσανα’’ έχει το μεγάλωμα ενός σκύλου. Πάντα βλέποντας τις ώρες που έπαιζαν μαζί στον κήπο δίναμε άφεση αμαρτιών για τις τυχόν μικροζημιές που βιώναμε σε παπούτσια, πατάκια, λουλούδια. Το πέρασμα του χρόνου απέδειξε ότι ο σκύλος μας ήταν έτοιμος για το mudial μια και βασική του έννοια ήταν να κουβαλά τις δύο τρεις μπάλες που είχε, σε όσους φίλους είχαν το θάρρος και τον αέρα να μπαίνουν στο σπίτι χωρίς άγχος. Η συμβίωση όλου του ζωικού πληθυσμού ήταν αρμονική (γάτες, σκαντζόχοιρος, προβατάκι,  σκύλος) κι αυτό γιατί ο Black είχε καλή ψυχή. Μόνο με τις δικές μας γάτες, γιατί με τις ξένες υπήρχε σε εξέλιξη πάντα παγκόσμιος πόλεμος. Να θυμηθώ ότι στη μετακόμιση η γάτα μας επέστρεφε στο παλιό μας σπίτι για δύο μήνες γιατί δεν πήραμε το σκύλο μαζί μας από την πρώτη στιγμή. Μόλις ανέβηκε ο σκύλος η γάτα βολεύτηκε και δεν ξανάφυγε ποτέ. Η ανάγκη του για παρέα και κουτσομπολιό ήταν απίστευτη. Πάντα καθισμένος κοντά μας, σε ότι κι αν κάναμε. Ειδικά στο κούρεμα του γκαζόν το παιχνίδι, η παρουσία του και η συμμετοχή του, μας έκανε πολλές φορές να γελάμε, άλλες να τον μαλώνουμε κι άλλες να τον κυνηγάμε για να φύγει μπροστά από την κουρευτική μηχανή.

Η ενηλικίωσή του ήρθε χωρίς κανένα πρόβλημα υγείας, χωρίς επιθετικότητα (πλην δύο περιστατικών), χωρίς θέματα γενικά, κάτι που τον έκανε απροβλημάτιστο σύντροφο. Οι βόλτες μας καθημερινές, τρεις φορές, η κουβεντούλα μας ατέλειωτη (έστω κι αν ήταν μόνο καλός ακροατής), τα αναπάντεχα ελάχιστα. Σ’ ένα από αυτά σοβαρό, στην προσπάθεια του να αρπάξει ένα σκύλο που βγήκε από το σπίτι του για καυγά, μ’ έριξε οδηγώντας με στο νοσοκομείο με ένα κάταγμα στον καρπό κι ένα στον αγκώνα.
Η απόκτηση του Black είχε δύο σκοπούς που τελικά στον απολογισμό απέδωσαν μέγιστα. Ο πρώτος ήταν ο μικρός να έχει ένα ζωάκι για να μάθει να ζει με την έννοιά του. Ο δεύτερος ήταν ο αποτρεπτικός ρόλος που θα είχε για τους τυχόν κακόβουλους ανθρώπους που θα στόχευαν το σπίτι.  Εκεί κι αν απέδωσε. Ενώ για τους καθημερινούς επισκέπτες η αδιαφορία του ήταν χαρακτηριστική, αν κάποιος ξένος κοντοστέκονταν έξω από την πόρτα ξεκινούσε η μάχη. Μάχη που τέλειωνε ή με την απομάκρυνση του ξένου, ή με την φωνή μας (έστω κι από το θυροτηλέφωνο).
Όπως όλα τα ωραία στη ζωή έτσι κι αυτό το ταξίδι μας έφτασε στο τέλος του. Μία εβδομάδα διαφόρων προβλημάτων υγείας, μία μέρα ραγδαίας επιδείνωσης και μία ώρα κατακόρυφης πτώσης που παρά τα χάδια και το ασταμάτητο μίλημα δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει παρά μόνο να δακρύζει. Όπως έζησε τα έντεκα χρόνια του χωρίς να δημιουργεί κανένα πρόβλημα, έτσι κι έφυγε ήσυχος και ήρεμος μέσα στο σπιτάκι του.
Περνώντας τα χρόνια, ψάχνοντας και διαβάζοντας για το προσδόκιμο ζωής ενός Γερμανικού ποιμενικού σκύλου, οι σκέψεις στριφογύριζαν στο ότι κάποια στιγμή οι δρόμοι μας θα χωρίσουν κι αν η εξέλιξη είναι φυσιολογική αυτός θα έφευγε πρώτος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όσο κι αν προετοιμάζεσαι ο πόνος είναι μεγάλος. Από την αρχή ξέρεις ότι έχεις σκύλο κι όχι τον Χάιλαντερ που είναι αθάνατος.  Αυτό δεν μειώνει τις δράσεις που θα λείψουν από όλους μας. Οι αναμνήσεις δεν σβήνουν αν δεν τις αφήσουμε εμείς να σβήσουν.
Όπως ήταν φυσιολογικό και η τελευταία πράξη είχε του αρχικούς πρωταγωνιστές. Με τον Κωνσταντίνο 15 χρόνων πλέον, θάψαμε το φιλαράκι μας δίπλα στο σπίτι για να είναι παρεούλα μας όπως τόσο πολύ θα ήθελε. Ακόμη ο χρόνος δεν κατάφερε να μετριάσει τη στεναχώρια μας. Κάθε σκέψη του δακρύζει τα μάτια έστω κι αν ξέρουμε ότι πέρασε καλά με αγάπη και φροντίδα. Ξεριζώθηκε ένα κομμάτι της καθημερινότητας μας και πρέπει να ζήσουμε χωρίς αυτό.

Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι όλα τα παραπάνω για κάποιον που δεν είχε ανάλογη απώλεια μοιάζουν γραφικά και γελοία. Πραγματικά μου είναι εντελώς αδιάφορο. Είναι απλά οι δικές μου σκέψεις, είναι οι δικές μου αναμνήσεις, είναι η δική μου στεναχώρια και δεν έχω απαίτηση από κανέναν να την ασπαστεί. Χάσαμε ένα φίλο που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ και η θύμηση του θα φέρνει αγαλλίαση και χαμόγελο για όσα απλόχερα χωρίς ανταλλάγματα μας χάρισε.

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ


Πολλές είναι οι φορές που στη ζωή μας συναντάμε ανθρώπους, που μας διδάσκουν, μας καθοδηγούν (με πράξεις και έργα), μας ολοκληρώνουν γενικότερα σαν προσωπικότητες. Έναν τέτοιο άνθρωπο γνώρισα πριν από πέντε χρόνια, τον Τάκη Βαφείδη.
Οι συζητήσεις μαζί του πολλές και πάντα παραγωγικές, παρά τις ιδεολογικές διαφορές που είχαμε. Και οι δύο συμφωνούσαμε ότι στις μέρες μας η αλληλεγγύη πρέπει να είναι πρώτη μας προτεραιότητα, κάτι που ο ίδιος έκανε πράξη καθημερινά με χίλιους δυο τρόπους, για όσους ήξερε ότι έχουν πρόβλημα. Η βοήθεια του μέσα από τις πολλές γνωριμίες του, ήταν βάλσαμο και η ανακούφιση που δέχονταν πολλοί συνάνθρωποί μας αθόρυβα, τεράστια. Η ενασχόληση του με την ψαλτική τέχνη και ο σεβασμός που έτρεφαν σ’ αυτόν οι νεώτεροι ψάλτες ήταν μία μεγάλη επιβράβευση, που αντιμετώπιζε με μεγάλη σεμνότητα.
Δυστυχώς παραμονές Χριστουγέννων ο μπάρμπα Τάκης προδόθηκε από την καρδιά του. Κατάφερνε να τρέχει για όλους, αλλά όχι για τον εαυτό του.  Ξαφνικά στα 72 του χρόνια μας εγκατέλειψε αφήνοντας μόνο θλίψη σε όσους τον ήξεραν και κενό ατέλειωτο στην οικογένειά του. Πέρασαν ήδη σαράντα μέρες και το μόνο που μπορώ να πω, είναι ότι μου λείπουν οι σχεδόν καθημερινοί καφέδες που πίναμε, οι ιστορίες του για τη Θάσο και τις επιχειρηματικές του δράσεις, οι αναμνήσεις από το παλιό ΠΑΣΟΚ, τα ατέλειωτα καλαμπούρια του, που έκαναν όσους βρίσκονται κοντά να γελάνε από την ψυχή τους.

Πολλά θα κρατήσω μέσα μου από αυτή την ανάμνηση. Πολλά θα προσπαθήσω να εφαρμόσω. Θα κρατήσω τη μνήμη του ζωντανή. Καλό παράδεισο.