Σε εποχές δύσκολες για ένα
ολόκληρο λαό είναι ίσως δύσκολο και άτοπο ν’ αναφέρεται κάποιος σε απώλειες που
δεν έχουν σχέση με ανθρώπινες ζωές, που δυστυχώς είναι πολλές και αμέτρητες με
αίτια μία οικονομική κρίση, που μας ήρθε βίαια, όσο κι αν κάποιοι την είχαν
προβλέψει.
Θα πάρω το ρίσκο, αν και υπάρχει
ο κίνδυνος του χαρακτηρισμού του γραφικού, του ρομαντικού, του ψεκασμένου (κάτι
πολύ της μόδας τελευταία). Ίσως κάποιες φορές οι σκέψεις πρέπει να
καταγράφονται για να μετριάζεται η στεναχώρια και η θλίψη που κάποια γεγονότα
προκαλούν.
Η τριήμερη αποχή μου από τα
διαδικτυακά δρώμενα έχει σχέση με το χαμό του σκύλου μας που συνέβη γρήγορα και
αναπάντεχα. Ένα μέλος της οικογένειας για έντεκα χρόνια, μία καθημερινή παρέα
και συνήθεια, ένας πιστός, υπάκουος, καλός, ανιδιοτελής φίλος που μεγάλωσε
παράλληλα με τον γιο μας και αποτελούσε μέρος της καθημερινότητας μας.
Ήταν λίγες μέρες μετά τον
15αύγουστο του 2003 που ο Black
ήρθε στην παρέα μας, δώρο του θείου μας, κουτάβι δέκα ημερών. Με τη βοήθεια του
πεντάχρονου τότε Κωνσταντίνου που κουβαλούσε ξύλα, φτιάξαμε το πρώτο του σπίτι
και άρχισε το ταξίδι με όσα ‘’βάσανα’’ έχει το μεγάλωμα ενός σκύλου. Πάντα
βλέποντας τις ώρες που έπαιζαν μαζί στον κήπο δίναμε άφεση αμαρτιών για τις
τυχόν μικροζημιές που βιώναμε σε παπούτσια, πατάκια, λουλούδια. Το πέρασμα του
χρόνου απέδειξε ότι ο σκύλος μας ήταν έτοιμος για το mudial μια και βασική του έννοια ήταν να
κουβαλά τις δύο τρεις μπάλες που είχε, σε όσους φίλους είχαν το θάρρος και τον
αέρα να μπαίνουν στο σπίτι χωρίς άγχος. Η συμβίωση όλου του ζωικού πληθυσμού
ήταν αρμονική (γάτες, σκαντζόχοιρος, προβατάκι,
σκύλος) κι αυτό γιατί ο Black είχε καλή ψυχή. Μόνο με τις δικές μας γάτες, γιατί με τις
ξένες υπήρχε σε εξέλιξη πάντα παγκόσμιος πόλεμος. Να θυμηθώ ότι στη μετακόμιση
η γάτα μας επέστρεφε στο παλιό μας σπίτι για δύο μήνες γιατί δεν πήραμε το
σκύλο μαζί μας από την πρώτη στιγμή. Μόλις ανέβηκε ο σκύλος η γάτα βολεύτηκε
και δεν ξανάφυγε ποτέ. Η ανάγκη του για παρέα και κουτσομπολιό ήταν απίστευτη.
Πάντα καθισμένος κοντά μας, σε ότι κι αν κάναμε. Ειδικά στο κούρεμα του γκαζόν
το παιχνίδι, η παρουσία του και η συμμετοχή του, μας έκανε πολλές φορές να
γελάμε, άλλες να τον μαλώνουμε κι άλλες να τον κυνηγάμε για να φύγει μπροστά
από την κουρευτική μηχανή.
Η ενηλικίωσή του ήρθε χωρίς
κανένα πρόβλημα υγείας, χωρίς επιθετικότητα (πλην δύο περιστατικών), χωρίς
θέματα γενικά, κάτι που τον έκανε απροβλημάτιστο σύντροφο. Οι βόλτες μας
καθημερινές, τρεις φορές, η κουβεντούλα μας ατέλειωτη (έστω κι αν ήταν μόνο
καλός ακροατής), τα αναπάντεχα ελάχιστα. Σ’ ένα από αυτά σοβαρό, στην
προσπάθεια του να αρπάξει ένα σκύλο που βγήκε από το σπίτι του για καυγά, μ’
έριξε οδηγώντας με στο νοσοκομείο με ένα κάταγμα στον καρπό κι ένα στον αγκώνα.
Η απόκτηση του Black είχε δύο σκοπούς που τελικά στον
απολογισμό απέδωσαν μέγιστα. Ο πρώτος ήταν ο μικρός να έχει ένα ζωάκι για να
μάθει να ζει με την έννοιά του. Ο δεύτερος ήταν ο αποτρεπτικός ρόλος που θα
είχε για τους τυχόν κακόβουλους ανθρώπους που θα στόχευαν το σπίτι. Εκεί κι αν απέδωσε. Ενώ για τους καθημερινούς
επισκέπτες η αδιαφορία του ήταν χαρακτηριστική, αν κάποιος ξένος κοντοστέκονταν
έξω από την πόρτα ξεκινούσε η μάχη. Μάχη που τέλειωνε ή με την απομάκρυνση του
ξένου, ή με την φωνή μας (έστω κι από το θυροτηλέφωνο).
Όπως όλα τα ωραία στη ζωή έτσι κι
αυτό το ταξίδι μας έφτασε στο τέλος του. Μία εβδομάδα διαφόρων προβλημάτων
υγείας, μία μέρα ραγδαίας επιδείνωσης και μία ώρα κατακόρυφης πτώσης που παρά
τα χάδια και το ασταμάτητο μίλημα δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει παρά μόνο να
δακρύζει. Όπως έζησε τα έντεκα χρόνια του χωρίς να δημιουργεί κανένα πρόβλημα,
έτσι κι έφυγε ήσυχος και ήρεμος μέσα στο σπιτάκι του.
Περνώντας τα χρόνια, ψάχνοντας
και διαβάζοντας για το προσδόκιμο ζωής ενός Γερμανικού ποιμενικού σκύλου, οι
σκέψεις στριφογύριζαν στο ότι κάποια στιγμή οι δρόμοι μας θα χωρίσουν κι αν η
εξέλιξη είναι φυσιολογική αυτός θα έφευγε πρώτος. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις όσο
κι αν προετοιμάζεσαι ο πόνος είναι μεγάλος. Από την αρχή ξέρεις ότι έχεις σκύλο
κι όχι τον Χάιλαντερ που είναι αθάνατος.
Αυτό δεν μειώνει τις δράσεις που θα λείψουν από όλους μας. Οι αναμνήσεις
δεν σβήνουν αν δεν τις αφήσουμε εμείς να σβήσουν.
Όπως ήταν φυσιολογικό και η
τελευταία πράξη είχε του αρχικούς πρωταγωνιστές. Με τον Κωνσταντίνο 15 χρόνων
πλέον, θάψαμε το φιλαράκι μας δίπλα στο σπίτι για να είναι παρεούλα μας όπως
τόσο πολύ θα ήθελε. Ακόμη ο χρόνος δεν κατάφερε να μετριάσει τη στεναχώρια μας.
Κάθε σκέψη του δακρύζει τα μάτια έστω κι αν ξέρουμε ότι πέρασε καλά με αγάπη
και φροντίδα. Ξεριζώθηκε ένα κομμάτι της καθημερινότητας μας και πρέπει να
ζήσουμε χωρίς αυτό.
Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι όλα τα
παραπάνω για κάποιον που δεν είχε ανάλογη απώλεια μοιάζουν γραφικά και γελοία.
Πραγματικά μου είναι εντελώς αδιάφορο. Είναι απλά οι δικές μου σκέψεις, είναι
οι δικές μου αναμνήσεις, είναι η δική μου στεναχώρια και δεν έχω απαίτηση από
κανέναν να την ασπαστεί. Χάσαμε ένα φίλο που δεν θα ξεχάσουμε ποτέ και η θύμηση
του θα φέρνει αγαλλίαση και χαμόγελο για όσα απλόχερα χωρίς ανταλλάγματα μας
χάρισε.