Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015

ΕΜΠΟΡΙΟ Ιστορία - Έθιμα - Πληροφορίες.

Λίγες μέρες πέρασαν, που έπεσε στα χέρια μου μία πολύ εμπεριστατωμένη εργασία με πολλές ιστορικές πληροφορίες και μαρτυρίες για το χωριό μας που δεν ήξερα. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Ευχαριστώ τη Βάσω Παπαζιάκα που μου την εμπιστεύτηκε για να τη μοιραστώ. Πάντα κάποιοι κοπιάζουν για να υπάρχει η συνέχεια της ιστορίας.


ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΦΛΩΡΙΝΑΣ 

ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΞΟΜΟΙΩΣΗΣ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΙΠΠΟΣ 

ΜΑΘΗΜΑ: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΠΗΓΕΣ» 

ΘΕΜΑ: «ΕΜΠΟΡΙΟ» 

ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΦΩΤΙΑΔΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΠΑΠΑΖΙΑΚΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗ 

ΚΟΖΑΝΗ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 1998

Πρόλογος

          Η εργασία μου αυτή αποτελεί μια προσπάθεια συγκέντρωσης και επεξεργασίας γραπτού και προφορικού υλικού, που αφορά την πορεία της κοινότητας, στην Ιστορία. Η απουσία γραπτών κειμένων δυσκόλεψαν την προσπάθεια αυτή.
          Ζητώ την κατανόησή σας για τυχόν λάθη ή παραλείψεις που υπάρχουν, αφού δεν διαθέτω τη συγγραφική ικανότητα ενός φιλολόγου, ούτε τη μεθοδικότητα και την επιστημοσύνη ενός ιστορικού. Επομένως η εργασία επιδέχεται βελτίωση και εμπλουτισμό με νέα στοιχεία που πιστεύω πως θα γίνει στο μέλλον.
          Θέλω να ευχαριστήσω ιδιαίτερα τον πατέρα μου για την πολύτιμη βοήθειά του και την στήριξη που μου προσέφερε. Επίσης θέλω να ευχαριστήσω τον θείο μου Κωνσταντίνο Γούλα για το υλικό που μου διέθεσε, την συνάδελφό μου Βάσω Κουτσουρίδου για την πλούσια βιβλιογραφία που μου δάνεισε, και όλους όσους μου διέθεσαν τον χρόνο τους και τις πληροφορίες τους, κατά την εκπόνηση της εργασίας αυτής.



Παπαζιάκα Βασιλική
Δεκέμβριος 1998

Περιεχόμενα

1.            Εισαγωγή: θέση – έκταση – έδαφος – κλίμα ----------------------------------------
2.            Ονομασία του χωριού -------------------------------------------------------------------
3.            Αρχαία ιστορία της περιοχής Εορδαίας ----------------------------------------------
4.            Προϊστορικοί και πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι ----------------------------------------
5.            Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής -----------------------------------------------------
6.            Η Εορδαία στα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια -----------------------------------
7.            Διοικητική οργάνωση της περιοχής από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως σήμερα -------------------------------------------------------------------------------------------------
8.            Η υποδούλωση της Εορδαίας από τους Τούρκους -------------------------------
9.            «Ιερά Μητρόπολις Μογλενών και Εμπορίου» -------------------------------------
10.        Τα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η δράση των Βουλγάρων -------------------------------------------------------------------------------------------------
11.        Μακεδονικός Αγώνας -------------------------------------------------------------------
12.        Η Απελευθέρωση από τους Τούρκους -----------------------------------------------
13.        Μικρασιατικός πόλεμος – πρόσφυγες------------------------------------------------
14.        Το έπος του 1940
15.        Ο εμφύλιος πόλεμος και οι κομματικές διενέξεις διαταράσσουν τις σχέσεις ντόπιων – προσφύγων
16.        Οικιστική ανάπτυξη του χωριού από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως σήμερα   
17.        Ασχολίες των κατοίκων και οικονομική οργάνωση ------------------------------
18.        Τοπωνύμια ---------------------------------------------------------------------------------
19.        Ήθη, έθιμα – λαογραφικά στοιχεία ---------------------------------------------------
20.        Οργανοπαίχτες ----------------------------------------------------------------------------
21.        Πολιτιστικός σύλλογος Εμπορίου, Αθλητικός σύλλογος, Φιλοπρόοδος Όμιλος Εμπορίου, κοινότητα Εμπορίου -------------------------------------------------------
22.        Βιβλιογραφία – Πηγές -------------------------------------------------------------------

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΘΕΣΗ - ΕΚΤΑΣΗ - ΕΔΑΦΟΣ - ΚΛΙΜΑ

Η κοινότητα Εμπορίου βρίσκεται στο ΒΔ τμήμα του Νομού Κοζάνης και ανήκει στην επαρχία Εορδαίας που έχει πρωτεύουσά της την Πτολεμαΐδα, από την οποία απέχει μόλις 14 χλμ.
Ορεινή περιοχή με υψόμετρο 690 μ.
Σύμφωνα με την απογραφή του 1991 οι μόνιμοι κάτοικοι ήταν 928. Ο πληθυσμός του χωριού δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες μειώθηκε. Ενδεικτικά αναφέρω ότι.
Το έτος
1920 είχε πληθυσμό
1.180
κατοίκους,
το
1928          -//-
1.078
      -//-
το
1940          -//-
1.177
      -//-
το
1951          -//-
1.173
      -//-
το
1961          -//-
1.169
      -//-
το
1971          -//-
917
      -//-
και το
1981ο πληθυσμός ήταν
924
κάτοικοι.
Έχει έκταση 15 τ.χμ. από αυτά τα 2,7 τ.χμ. είναι καλλιεργήσιμη γη, το 0,5 τ.χμ. είναι κοινοτικά λιβάδια, τα 11,6 τ. χμ. είναι δάση, τα 0,4 τ.χμ. καλύπτεται από κατοικήσιμο χώρο, τα 0,2 τ.χμ. καλύπτονται από νερό και τα 0,1 τ.χμ. είναι απροσδιόριστης χρήσης.
          Το όνομά του αναλλοίωτο στους αιώνες υποδηλώνει αυτό ακριβώς που υπήρξε τους τελευταίους αιώνες: "ΕΜΠΟΡΙΟ", δηλαδή εμπορικό κέντρο, μεσόγειο, εκεί όπου δεν υπήρχε άλλη πόλη.
Χτισμένο στις παρυφές παλαιού κάστρου, αποτελεί εξέλιξη - συνέχεια παλαιοτέρων οικισμών ή εγκαταστάσεων γύρω από την οχυρή αυτή θέση, ίχνη των οποίων βρέθηκαν κατά καιρούς και μαρτυρούν ότι ο τόπος κατοικήθηκε τουλάχιστον από την Νεολιθική εποχή.
Φυτεμένο στο βουνό Μουρίκι εκτείνεται μέχρι την εύφορη πεδιάδα της Εορδαίας, που κατά τους ιστορικούς οφείλει το όνομά της στην αρχαία θεά Εόρδα (Μήτηρ Γη), απολαμβάνει τα γάργαρα νερά που πηγάζουν από τα γειτονικά βουνά Μουρίκι και Άσκιο. Οι χείμαρροι και οι πηγές των γύρω βουνών συναντώνται στο ποτάμι Τσιρόγκα (τσιρόνι = ψαράκι) που διασχίζει το χωριό.
Το κλίμα του χωριού είναι ηπειρωτικό. Ο χειμώνας είναι ψυχρός και κατά τη διάρκειά του παρατηρούνται χιονοπτώσεις. Το καλοκαίρι, είναι αρκετά ζεστό κατά τη διάρκεια της ημέρας και δροσερό τη διάρκεια της νύχτας.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται μεγάλες περίοδοι ξηρασίας και οι χιονοπτώσεις έχουν λιγοστέψει αρκετά.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες (έδαφος, νερά, κλίμα) δημιούργησαν κατάλληλες συνθήκες για την εγκατάσταση ανθρώπων στην περιοχή από τα πολύ παλιά χρόνια, όπως θα δούμε διεξοδικά παρακάτω.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Εμπόριο: Τόπος όπου γίνεται εμπόριο, παζάρι, λαϊκή αγορά ! Μέχρι σήμερα θυμούνται οι κάτοικοι του χωριού το μεγάλο παζάρι που γινόταν από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας μέχρι και τη δεκαετία του ’60. Μέχρι σήμερα το χώρο της κεντρικής πλατείας του χωριού την ονομάζουν οι παλαιότεροι "παζάρι".
Έμποροι και πραματευτάδες από τη γύρω περιοχή κουβαλούσαν με κάρα ή γαϊδουράκια τα εμπορεύματά τους και τα τοποθετούσαν γύρω- γύρω από τη σημερινή πλατεία, κάθε Σάββατο. Σιτάρι, καλαμπόκι, κρέας, κηπευτικά ιδίως από τα διπλανά χωριά, φρούτα και λαχανικά, κάστανα και καρύδια, υφάσματα και μαλλί, ήταν τα κυριότερα από τα εμπορεύματα.
Οι κάτοικοι του χωριού, αλλά και των γειτονικών χωριών, έσπευδαν να προμηθευτούν ό,τι τους χρειάζονταν, αφού ούτε στην Πτολεμαΐδα δε γινόταν τόσο μεγάλο και πλούσιο παζάρι. Μέχρι και τις μέρες μας, κάθε Σάββατο, κάποιοι πλανόδιοι έμποροι λαχανικών, μας θυμίζουν αυτό που γινόταν για πολλές δεκαετίες στο χωριό.
Από τον οικονομολόγο-ιστορικό Κ. Δ. Τσιγαρίδα υποστηρίζεται η άποψη ότι η ονομασία του χωριού Εμπόριο, ετυμολογικά αναλύεται ως : εν-πόρω δηλαδή κατά την πορεία, την διακίνηση εμπορευμάτων από την μια περιοχή στην άλλη.
Από προφορικές μαρτυρίες υποστηρίζεται και μια ακόμη άποψη, σχετικά με την ονομασία του χωριού : Κατά την Τουρκοκρατία, στο Εμπόριο, και στη γειτονιά Αμπάρκα, υπήρχαν πολλές αποθήκες, αμπάρια για την αποθήκευση προϊόντων, κυρίως σιταριού, που έφταναν εδώ με κάρα από το Αμύνταιο ,ακόμα και την Κωνσταντινούπολη και προορίζονταν για την Ήπειρο. Από την παραφθορά της λέξης "αμπάρια" ονομάστηκε και το χωριό Εμπόριο.
Και οι τρεις απόψεις είναι συναφείς και υποδηλώνουν ότι το χωριό υπήρξε για πολλούς αιώνες εμπορικό κέντρο.

Αρχαία ιστορία της περιοχής Εορδαίας.

Ι. Θέση και όρια Αρχαίας Εορδαίας :

Η αρχαία Εορδαία, μέρος της σημερινής Βορειοδυτικής Μακεδονίας, κατά την αρχαιότητα αποτελούσε ξεχωριστή γεωγραφική κοινότητα, που ονομαζόταν Άνω Μακεδονία. Το 2300 π.Χ εισχώρησαν σ’ αυτή, ομάδες που μιλούσαν μια πολύ αρχαϊκή μορφή της ελληνικής γλώσσας.
Αυτές οι ομάδες μετακινήθηκαν προς τα νότια (απ’ τη Μακεδονία προς την Ήπειρο) το 1900 π.Χ. και αργότερα. Στα σύνορα των δύο αυτών χωρών διαμορφώθηκε το ελληνικό φύλο των Μακεδνών ή Μακεδόνων.
Τα όρια της Άνω Μακεδονίας τελείωναν στην πεδιάδα Εριγώνα (σημερινή Σερβία) και τις λίμνες Πρεσπών και Αχρίδας. Μέσα σ’ αυτό το χώρο παρουσιάστηκαν πολλές ενότητες (με ξεχωριστή η κάθε μια πολιτική ενότητα) μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου Β΄.
Οι περιοχές αυτές ήταν η Ελιμία ή Ορεστίδα, η Λυγκηστίδα, η Εορδαία ,και η Πελαγονία.
(Σήμερα συμπίπτουν με τους Νομούς Καστοριάς, Φλώρινας, Κοζάνης και Γρεβενών).
Η περιοχή της Εορδαίας βρισκόταν βορειότερα της Ελιμιώτιδας και ανατολικότερα της Ορεστίδας. Στα Β. Α. όρια της περιοχής υπήρχε μια δίοδος ανάμεσα στις βόρειες κορυφές του Βερμίου και τις νότιες του Καϊμακτσαλάν (Βόρας) η οποία ήταν η μόνη διάβαση που επέτρεπε επικοινωνία απ’ την Εορδαία προς την λεγόμενη Κάτω Μακεδονία (περιοχή Μεσόβουνου- Πύργων). Βορειοδυτικά η μόνη διάβαση που συνέδεε την περιοχή αυτή με την πεδιάδα της Λυγκηστίδας ήταν η δίοδος του Κιρλί Ντερβέν. (Κλειδί-Βεύη) Είναι η "Εισβολή της Λύγκου" που αναφέρει ο Θουκυδίδης (ΙV,83) ή "αι εις την Εορδαίαν υπερβολαί" του Πολύβιου (ΧVIII, 6).
Επειδή τόσο μεγάλη ήταν η σημασία της διόδου αυτής στα πρώιμα ακόμη ιστορικά χρόνια, οι Εορδοί ήταν αναγκασμένοι να οχυρώσουν τις διαβάσεις αυτές.
Ο καθηγητής Αντώνης Κεραμόπουλος βρήκε, δυτικά των Πετρών ευρύ και επίμηκες τείχος από μεγάλες πέτρες χωρίς ασβέστη κτισμένες και κατά τον αρχαίο τρόπο προσαρμοσμένες.
Στα δυτικά της περιοχής, μεταξύ Εμπορίου - Αναρράχης, επισημάνθηκαν ίχνη φρουρίου για τη διάβαση από Ελίμειας. Βέβαια το φρούριο τοποθετείται στη Βυζαντινή εποχή (θα αναφερθώ στο παρακάτω κεφάλαιο), όμως ο καθηγητής Κεραμόπουλος, επειδή διέκρινε σ’ αυτό λαμπρό και παχύ περίβολο από μεγάλες πέτρες, δίχως ασβέστη κτισμένες ,συμπεραίνει ότι οι σύγχρονοι του Ιουστινιανού κατά την περιτείχιση της Ακρόπολης, χρησιμοποίησαν προϋπάρχοντα από την παλιά ακόμα εποχή, δομικά υλικά.

ΙΙ. Προϊστορικοί και πρώιμοι ιστορικοί χρόνοι

Η προϊστορία της Εορδαίας, μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να γίνεται γνωστή και αυτό όχι τόσο από τις αρχαιολογικές έρευνες, όσο απ’ τη βιομηχανική εκμετάλλευση του υπεδάφους της περιοχής απ’ τις διάφορες βιομηχανικές μονάδες που λειτουργούν στο λεκανοπέδιο Εορδαίας.
Μέχρι τώρα στην Εορδαϊκή λεκάνη έχουν βρεθεί υπολείμματα από μαμούθ, ρινόκερους, οστά πιθήκων και διάφορων βοοειδών, χαυλιόδοντες αλλά και τεράστιοι κορμοί από δέντρα. Όλα αυτά αποδεικνύουν ότι το λεκανοπέδιο της Εορδαίας κατά την παλαιολιθική εποχή ήταν μια ζούγκλα με πυκνά και μεγάλα δάση που στο πέρασμα του χρόνου και με τις ανακατατάξεις στην επιφάνεια της γης σκεπάστηκαν στα σπλάχνα της.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η πιο συγκεκριμένη ένδειξη οικισμού στην Ελλάδα, απ’ την αρχαιότερη ακόμη Παλαιολιθική εποχή, προέρχεται από τον ευρύτερο γεωγραφικό χώρο της Δυτικής Μακεδονίας στον οποίο εντάσσεται η Εορδαία. Πρόκειται για ένα λίθινο χειροπέλεκυ αμυγδαλόσχημο, που βρέθηκε στην περιοχή της Σιάτιστας το 1963. Το εργαλείο κατασκευασμένο από τραχύτη έχει μήκος 15,3 cm και πλάτος 10 cm και φυλάσσεται στο Μουσείο της Κοζάνης. Έχει ηλικία 100.000 χρόνια περίπου ! Το χρησιμοποιούσε ο παλαιολιθικός άνθρωπος για την εκδορά και το διαμελισμό θηραμάτων. Ο πέλεκυς αυτός είναι το παλιότερο ανθρώπινο δείγμα, που υπάρχει σ’ ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο.
Στα προϊστορικά ευρήματα περιλαμβάνονται άφθονα όστρακα, λαξεύματα επί βράχων, όστρακα αγγείων, πέλεκες, ειδώλια, και οστέινα εργαλεία, καθώς επίσης και προϊστορικοί οικισμοί.(Βεγόρα)
Κατά τον Κώστα Ρωμαίο οι άνθρωποι της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου (4000-2700π. Χ) που κατοίκησαν στο χώρο αυτό, χαρακτηρίζονται σαν "οι πρώτοι" γνωστοί μέχρι σήμερα ως Μακεδόνες, ήσαν αυτόχθονες και αρχαιότεροι των Πελασγών.
Κατά την εποχή του Χαλκού παρατηρούνται πολλές αξιοσημείωτες μεταβολές σ’ ολόκληρη την περιοχή της αρχαίας Εορδαίας. Στο διάστημα αυτό έγινε η κάθοδος των πρωτοελληνικών φύλων (Ίωνες, Αχαιοί) που εισέβαλαν στη Δ. Μακεδονία και υπέταξαν τους προελληνικούς πληθυσμούς.
Από το 13ο π. Χ αιώνα οι πληθυσμοί τρέπονται στις παρυφές των βουνών που περιβάλλουν την περιοχή. Η μετακίνηση αυτή των κατοίκων σε πιο οχυρωμένα μέρη θεωρείται σαν αποτέλεσμα της εισβολής των Δωριέων στο Δυτικομακεδονικό χώρο.
O οικισμός, φρούριο Εμπορίου -Αναρράχης θα πρέπει να αναχθεί στην περίοδο μετά το 13ο ή 12ο π.Χ. αιώνα.

ΙΙΙ. Οι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής

          Γύρω στο 2200-2100 π.Χ. βρίσκονται εγκατεστημένα στην περιοχή της Πίνδου, ελληνόφωνα φύλα που είχαν αποσπαστεί από την ινδοευρωπαϊκή φυλή.
          Περί το 2000 π.Χ. και μετέπειτα κατευθύνονται νότια χωρισμένα σε τρεις ομάδες. Κινούνται προς την Στερεά Ελλάδα και την Πελοπόννησο, στην περιοχή της Δωρίδας και στη Θεσσαλία ενώ μια ομάδα παραμένει στην Πίνδο.
          Από την Πίνδο, χωρισμένοι σε ομάδες με διαφορετικό όνομα η καθεμιά - Ορέστες, Εορδοί, Ελιμιώτες, Πελαγόνες, Λυγκήστες - απλώθηκαν στις περιοχές της Άνω Μακεδονίας.
          Στο πέρασμα των αιώνων το κράτος των Εορδών ανέπτυξε ισχυρή δύναμη, αλλά δέχτηκε πολλές επιθέσεις από διάφορους επιδρομείς ,κυρίως Ιλλυριούς και αναγκάστηκε να ενσωματωθεί στο κράτος των Αιγών. Η εξέλιξη του κράτους των Αιγών είχε σαν αποτέλεσμα την πλήρη αφομοίωση των Εορδών.

Η Εορδαία στα Ρωμαϊκά και Βυζαντινά χρόνια.

Η περιοχή δέχθηκε πολλές επιθέσεις, όταν οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να έλθουν στην Ηπειρωτική Ελλάδα, επειδή η Εγνατία Οδός διέσχιζε την περιοχή.
Με τη νικηφόρα πορεία τους, διαίρεσαν την Άνω Μακεδονία, (συνθήκη Αμφίπολης 168π.Χ.) Η Εορδαία μαζί με τις άλλες περιοχές απετέλεσε την "τέταρτη μερίδα".
Το148 π.Χ. μεταβάλλεται σε Ρωμαϊκή επαρχία και χαρακτηρίζεται "αυτόνομη" με διοικητικό και πολιτικό όργανο το "Κοινό των Ελιμιωτών".
Στις αρχές του 3ου αιώνα η περιοχή έγινε τμήμα της επαρχίας Μακεδονίας του Ρωμαϊκού Κράτους.
Το 396 π.Χ. με τη διαίρεση του κράτους σε Ανατολικό και Δυτικό Θέμα  η περιοχή συμπεριλήφθηκε στο Β΄ Θέμα το οποίο περιελάμβανε όλη τη Μακεδονία.
Στη Βυζαντινή εποχή ολόκληρη η Μακεδονία δέχτηκε αλλεπάλληλες επιδρομές από τους Γότθους, Οστρογότθους, Ούννους, Αβαρούς και Σλάβους.
Η επανάληψη των βαρβαρικών επιδρομών στα εδάφη της Χερσονήσου του Αίμου από το 541 μ.Χ. έπειτα από σχετικά μακρόχρονη περίοδο ηρεμίας, επέβαλε στον Ιουστινιανό την ανάληψη ευρέως προγράμματος αμυντικών έργων σε στρατηγικά σημεία που περιγράφονται στο έργο του Προκοπίου "περί κτισμάτων". Κατάλοιπα των Ιουστινιάνειων οχυρώσεων στον ελλαδικό χώρο είναι τα ερείπια τείχους που κατασκευάστηκε στην περιοχή, μεταξύ Εμπορίου - Αναρράχης. Σημειώνω επίσης ότι εκεί γύρω βρέθηκαν νομίσματα του Ιουστινιανού. (προφορική μαρτυρία)
Αναφέρθηκα σε προηγούμενο κεφάλαιο στην ύπαρξη του ιδίου Κάστρου. Τονίζω την άποψη του καθηγητή Κεραμόπουλου ότι οι άνθρωποι του Ιουστινιανού, κατά την περιτείχιση χρησιμοποίησαν προϋπάρχοντα δομικά υλικά (πέτρες μεγάλες, χωρίς ασβέστη).
          Κατά τις επιδρομές του Βουλγάρου Τσάρου Σαμουήλ (976-1014), όλη η Δυτική Μακεδονία πέφτει στα χέρια του. Με τη νίκη του Βασιλείου Β΄ του Βουλγαροκτόνου στον Σπερχειό ποταμό, επανέρχεται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
Η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας υπέμεινε και τον Βυζαντινονορμανδικό πόλεμο. Το 1096 Φραγκικά στρατεύματα διέσχισαν την περιοχή, για να καταλάβουν τους Άγιους Τόπους. Το 1204 Σταυροφόροι Ευρωπαίοι με πρόσχημα την εκστρατεία για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, κατέκλυσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και ίδρυσαν διάφορα Φραγκικά κράτη.
Το σημερινό χωριό της Εορδαίας, Ερμακιά, Φραγκότς, στην προηγούμενη ονομασία του, οφείλει το όνομά του στο πέρασμα των Φράγκων.
Η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ανήκε στο Φραγκικό βασίλειο της Θεσσαλονίκης μέχρι το 1223 που ο Θεόδωρος Δούκας Άγγελος, δεσπότης της Ηπείρου, το διέλυσε.
Κατά το 14ο αιώνα οι Σέρβοι με αρχηγό τους τον Στέφανο Ντουσάν κατέλαβαν για λίγα χρόνια την περιοχή, για να ακολουθήσει στα τέλη του αιώνα η υποδούλωσή της από τους Τούρκους, οι οποίοι γίνονται κύριοι της Βαλκανικής το 1389 μ.Χ. με τη μάχη στο Κοσσυφοπέδιο και το 1430 μ.Χ. με την άλωση της Θεσσαλονίκης.

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΩΣ ΣΗΜΕΡΑ

Το 15ο και 16ο αιώνα η Μακεδονία ανήκε διοικητικά στο μπεηλερμπελίκι (ή βιλαέτι = μεγάλη διοικητική μονάδα της οθωμανικής αυτοκρατορίας) της Ρούμελης.
Το 17ο αι. η Δ. Μακεδονία ανήκε στο σαντζάκι (νομός) των Σκοπίων και το 18ο αι. στο σαντζάκι της Αχρίδας και του Μοναστηρίου.
Το 19ο αι. έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά μεγάλο μέρος της Μακεδονίας.
Περί το 1880 το χωριό ανήκε στον Καζά (επαρχία)των Καϊλαρίων, ο οποίος ήταν μέρος του σαντζακίου των Σερβίων. Στις αρχές του 20ου αι. το σαντζάκι των Σερβίων υπάγονταν στο Βιλαέτι του Μοναστηρίου.
Στο τέλος του 19ου αι. καθώς η Οθωμανική Αυτοκρατορία χάνει σιγά-σιγά τη δύναμή της το Βιλαέτι του Μοναστηρίου, αποτελεί μήλο της έριδας μεταξύ των βαλκανικών κρατών. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της στρατηγικής σημασίας της θέσης του και της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης του Μοναστηρίου.
Η παγιοποίηση της διοικητικής οργάνωσης της Μακεδονίας στις αρχές των δύο τελευταίων εικοσαετιών του 19ου αι. υπήρξε γεγονός αποφασιστικής σημασίας, εφόσον εντάχθηκε στην ευρύτερη διοικητική έννοια της Μακεδονίας και το μεγαλύτερο τμήμα του Βιλαετιού του Κοσσυφοπεδίου. Το γεγονός αυτό περιέπλεξε καθοριστικά τα πολιτικά πράγματα, καθώς η ευρύτερη περιοχή των Σκοπίων ενσωματωμένη πια στην κατ’ εξοχήν γεωγραφική και ιστορική Μακεδονία, έδωσε λαβή για την εσκεμμένη παραποίηση του παραδοσιακού προσδιορισμού του όρου " Μακεδονία" (Βακαλόπουλος: "Μακεδονία " 1994 σελ. 66)
Πιο απλά θα λέγαμε ότι αυτή η διοικητική οργάνωση κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας πυροδότησε τις εδαφικές διεκδικήσεις της περιοχής από τους γείτονές μας.
Ο Νομός Κοζάνης συστήθηκε με Διάταγμα την άνοιξη του 1915 (ΦΕΚ Α΄120/1915) "περί διοικητικής διαιρέσεως και διοικήσεως των νέων χωρών".
Με το ίδιο διάταγμα διαιρέθηκε στις επαρχίες:
1.            Κοζάνης, στην οποία υπήχθησαν οι υποδιοικήσεις Σερβίων και Καϊλαρίων.
2.            Γρεβενών, στην οποία υπήχθησαν η υποδιοίκηση Ανασελίτσας και ένα τμήμα της υποδιοικήσεως Ελασσόνας.
Με Διάταγμα της προσωρινής Κυβερνήσεως της 28ης Οκτωβρίου 1916 (ΦΕΚ Α΄ 28/1916) ξανάγινε η υποδιοίκηση (επαρχία Ανασελίτσας) με έδρα τη Σιάτιστα.
Με Διάταγμα της 12ης Δεκεμβρίου 1927 (ΦΕΚ Α΄ 304/1927) η επαρχία Καϊλαρίων μετονομάστηκε σε επαρχία Εορδαίας.
Με Διάταγμα της 1ης Δεκεμβρίου 1928 (ΦΕΚ Α΄ 256/1928) η επαρχία Ανασελίτσας μετονομάστηκε σε επαρχία Βοΐου.
Τέλος με το Ν.Δ. 4398/1964 (ΦΕΚ Α΄ 185/1964) η επαρχία Γρεβενών αποσπάστηκε από το Νομό Κοζάνης και αποτέλεσε ξεχωριστό Νομό.
Ο νομός Κοζάνης στη σημερινή του μορφή περιλαμβάνει την επαρχία Κοζάνης με πρωτεύουσα την Κοζάνη, την επαρχία Εορδαίας με πρωτεύουσα την Πτολεμαΐδα και την επαρχία Βοΐου με πρωτεύουσα τη Σιάτιστα.
Σήμερα η κοινότητα Εμπορίου, διοικητικά ανήκει στο Δήμο Μουρικίου με έδρα το ίδιο το Εμπόριο. Σύμφωνα με το σχέδιο "Καποδίστριας " ο Δήμος συμπεριλαμβάνει και τις γειτονικές κοινότητες Άρδασσας, Κρυόβρυσης, Αναρράχης, Μηλοχωρίου και Φούφα.
 Εκκλησιαστικά, η κοινότητα ανήκει στη μητρόπολη Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας.
Ο Δήμος Μουρικίου ανήκει στην επαρχία Εορδαίας που έχει πρωτεύουσα την Πτολεμαΐδα, πόλη του Νομού Κοζάνης.

Η ΥΠΟΔΟΥΛΩΣΗ ΤΗΣ ΕΟΡΔΑΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ

Με την άλωση της Θεσσαλονίκης, και μετέπειτα, στην εύφορη πεδιάδα της Εορδαίας ειδικά στην περιοχή Καϊλαρίων (Πτολεμαΐδα) εγκαθίστανται Κονιάροι και Γιουρούκοι Τούρκοι. (Φανατικοί αγροτικοί πληθυσμοί από το Ικόνιο, Ικονάριοι = Κονιάροι)
Η περιοχή κατακτήθηκε από τον Εβρέν Μπέη. Οι αρπαγές των κτημάτων, οι διωγμοί, οι αβάσταχτοι φόροι, οι βιασμοί και οι λεηλασίες, ο εξισλαμισμός, το παιδομάζωμα ανάγκασαν τους περισσότερους κατοίκους του χωριού να καταφύγουν στις τριγύρω ορεινές και δύσβατες περιοχές όπως η Βλάστη, το Νυμφαίο, η Κλεισούρα.
Μολαταύτα το φρόνημα των κατοίκων δεν κάμφθηκε, έμεινε ακμαίο και νίκησε.
Τη δύσκολη αυτή εποχή συστήθηκαν πνευματικά ιδρύματα και σφυρηλατήθηκαν σ’ αυτά οι συνειδήσεις που προμάχησαν. Περίφημη υπήρξε η Ελληνική Σχολή Κοζάνης, στην οποία δίδαξε ο μεγάλος δάσκαλος του Γένους Ευγένιος Βούλγαρης, και η Τσοτίλιος Σχολή. Σχολεία λειτουργούσαν πολλά, από τα πιο αξιόλογα και αυτό της γειτονικής Βλάστης.
Το πρώτο "κρυφό σχολειό "πρέπει να λειτούργησε στη Βλάστη. Σώζεται μέχρι σήμερα στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Μέσα από το Άγιο Βήμα, ξεκινάει μια μικρή στενή πετρόσκαλα, που οδηγεί σε μια κρύπτη που δύσκολα μπορεί κανένας να την ανακαλύψει. Εκεί βρίσκονται κυκλικά πέτρινα θρανία των μαθητών και μια ψηλότερη έδρα από την οποία δίδασκε ο δάσκαλος - παπάς. Στο δάπεδο υπάρχει ακόμα σκόρπια άμμος, πάνω στην οποία έγραφαν οι μαθητές τα μαθήματά τους... (μαρτυρία Φώτη Βίττη).
Το 1668 επισκέπτεται τη Βλάστη ο Σουλτάνος Μωάμεθ Δ΄. Ενθουσιασμένος, επέτρεψε με φιρμάνι και τη λειτουργία ημερήσιου σχολείου, για τη μόρφωση των παιδιών όλης της περιοχής.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός επισκέφθηκε δύο φορές την περιοχή, το 1775 και το 1777 και κατέλυσε και δίδαξε στη Βλάστη. Τον υποδέχτηκαν σύσσωμα όλα τα γειτονικά χωριά.
Στη βία των κατακτητών η αντίδραση ήταν άμεση. Οι κάτοικοι της περιοχής αντέδρασαν με όπλα το 1495 και το 1571 οπότε σφάχτηκαν 30.000 άτομα.
Τα έτη 1612, 1770, 1821 καταστράφηκαν αξιόλογοι οικισμοί.
Κατά την εθνεγερσία ο Νομός Κοζάνης δεν έμεινε αμέτοχος. Ο Γεώργιος Λασσάνης, ο Νικόλαος Κασομούλης, ο Ιωάννης Φαρμάκης από τη Βλάστη υπήρξαν πρωτεργάτες του απελευθερωτικού αγώνα της περιοχής. Στις κατοπινές εποχές, οι κάτοικοι εξεγέρθηκαν το 1854 και το 1878. Ο μακεδονικός αρματολισμός έφτασε στην πιο μεγάλη του ακμή στα τελευταία εβδομήντα προεπαναστατικά χρόνια με πρωταγωνιστές τον Γερο-Γιαννούλα Ζιάκα στα Γρεβενά και τον Φαρμάκη στη Βλάστη.
Η παράδοση αναφέρει ότι άνθρωποι του Αλή ήρθαν στο αρχοντικό του γερο-Φαρμάκη στη Βλάστη να παραλάβουν τη μικρότερη θυγατέρα του για τον γυναικωνίτη του τυράννου της Ηπείρου, αλλά ο γιος του Γιάννης δεν ανέχθηκε την προσβολή και τους σκότωσε ! Ύστερ’ απ’ αυτό η οικογένεια για να αποφύγει την οργή του Αλή αναγκάστηκε να εκπατριστεί στις Σέρρες, ενώ ο Γιάννης κατέφυγε στα λημέρια του Ολύμπου, σαν κλέφτης.

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΗΣ ΜΟΓΛΕΝΩΝ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΟΥ (1765-1861)

Από τους υπάρχοντες μέχρι τώρα κώδικες και τα διάφορα πατριαρχικά έγγραφα, γίνεται φανερή η παρουσία οκτώ Μητροπολιτών για τους οποίους πιστοποιείται ότι πέρασαν από το Εμπόριο Εορδαίας καταστώντας το έδρα της πάλαι ποτέ Μητροπόλεως Μογλενών, για 96 ολόκληρα χρόνια.
Πρώτος στους επισκοπικούς καταλόγους αναγράφεται ο Μητροπολίτης Γερμανός ο οποίος το 1765 μετέφερε την έδρα της μητροπόλεως από την Κατράνιτσα (Πύργοι) στο Εμπόριο. Ακολουθούν οι επίσκοποι:
·               ο μητροπολίτης Ναθαναήλ (1767),
·               ο μητροπολίτης Γεδεών (1767-1774),
·               ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος (1774-1783), (επί αρχιερατείας του περιόδευσε στην επαρχία Μητροπόλεως Μογλενών ο Κοσμάς Αιτωλός),
·               ο μητροπολίτης Γερμανός ο Β΄(1783-1798),
·               ο μητροπολίτης Τιμόθεος (1798-1824),
·               ο μητροπολίτης Νεόφυτος (1824-1858) και όγδοος
·               ο μητροπολίτης Μελέτιος από το 1858 ως το 1861,
ο οποίος μετέφερε την έδρα της μητροπόλεως από το Εμπόριο στη Φλώρινα. Έτσι έκλεισε ο κύκλος της μεταφοράς της ιστορικής αυτής Μητροπόλεως με προτελευταία έδρα στο Εμπόριο Εορδαίας. Ας σημειωθεί ότι με τη μεταφορά της έδρας από το Εμπόριο στη Φλώρινα μεταφέρθηκε και το αρχείο της Μητροπόλεως, μέρος του οποίου σώζεται ακέραιο
α) στο Αρχειοφυλακείο του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου και
β) στην περιοχή του Μοναστηρίου.
Ερευνώντας τους επισκοπικούς καταλόγους βρίσκουμε ότι τρεις από τους οκτώ Μητροπολίτες εκοιμήθησαν και ετάφησαν στην τότε έδρα της Μητροπόλεώς τους το σημερινό Εμπόριο.
Είναι ο μητροπολίτης Αγαθάγγελος, ο μητροπολίτης Τιμόθεος, ο μητροπολίτης Νεόφυτος.
Προ δεκαετιών υπήρχε έντονη προφορική παράδοση για τόπο καλούμενο "τάφοι Δεσποτάδων" μέσα στο Εμπόριο.
Αναφέρθηκα ήδη στον μητροπολίτη Νεόφυτο ο οποίος εξελέγη το έτος 1824 και παρέμεινε στο Εμπόριο μέχρι το θάνατό του το έτος 1858. Τριάντα τέσσερα χρόνια προσφοράς και εκκλησιαστικής διακονίας. Ο ίδιος ήταν γνωστός στη Φλώρινα ως "ο εξ Εμπορίου Δεσπότης". Επί αρχιερατείας του στο Εμπόριο λειτούργησε Ελληνικό εκπαιδευτήριο και σχολή Βυζαντινής μουσικής την επίβλεψη των οποίων είχε ο ίδιος ως μητροπολίτης με τη συμπαράσταση του τότε εφημερίου του χωριού Ιερομόναχου π. Βησσαρίωνος Βρίγκα.

ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ

          Στα τέλη του 19ου αι. φαίνονται καθαρά ο μαρασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αυτό κάνει τους Δυτικομακεδόνες να ελπίζουν πως σύντομα θα ελευθερωθούν από τον Τουρκικό ζυγό. Όμως με τη συνθήκη του Αγίου Στεφάνου εδραιώνεται στη συνείδηση των Βουλγάρων η ιδέα της μεγάλης Βουλγαρίας. Την ίδια πάλι εποχή η Τουρκία με "φιρμάνι " δίνει άδεια στη Βουλγαρία να ιδρύσει Βουλγαρικά σχολεία σε όλη τη Μακεδονία.
Οι κάτοικοι της περιοχής και του χωριού ήταν Σλαβόφωνοι Έλληνες, "Γραικομάνοι" κατά τον Βακαλόπουλο. Μιλούσαν το σλαβικό ιδίωμα που ήταν μείγμα τουρκικών, σλαβικών, βλάχικων, και λατινικών λέξεων με αντίστοιχες ελληνικές που διατηρούσαν εμφανή την προέλευσή τους με την προσθήκη μιας σλαβοφανούς κατάληξης. Ένα ιδίωμα εύκολο, με λίγες λέξεις, για προφορική μόνο συνεννόηση που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν βασικό κριτήριο για την εθνική υπόσταση.
Οι Βούλγαροι εκμεταλλευόμενοι την γλώσσα των κατοίκων ίδρυσαν στην περιοχή πολλά βουλγαρικά σχολεία.(Στους καζάδες Περλεπέ, Αχρίδας, Καϊλαρίων: 25 ελληνικά σχολεία με 778 μαθητές και 81 βουλγαρικά σχολεία με 5.914 μαθητές).
Μέχρι τότε λειτουργούσε μόνο ελληνικό σχολείο στο Εμπόριο. Προστέθηκε τότε μία αίθουσα βουλγαρικού σχολείου ,στο ίδιο κτίριο, στο οποίο φοιτούσε όποιος ήθελε. Άρχισε έτσι ένα ασύλληπτο όργιο προπαγάνδας και προσηλυτισμού των Μακεδόνων της βόρειας ζώνης όπου είχε αναπτυχθεί ένα ιδιόμορφο σλαβικό ιδίωμα κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

Στα χρόνια αυτά μεγάλωσε ο ανταγωνισμός των βαλκανικών λαών για την διανομή της Δυτικής Μακεδονίας. Οι Βούλγαροι οργάνωσαν αντάρτικες ομάδες (κομιτατζήδες). Στις πολλαπλές επιδρομές τους στην περιοχή, άνθρωποι βασανίστηκαν, γυναίκες βιάστηκαν, σπίτια λεηλατήθηκαν και κάηκαν.
Αλλά οι φρικαλεότητες δεν έμειναν χωρίς απάντηση. Στη Βουλγαρική θηριωδία απάντησε η ελληνική πυγμή με την οργάνωση του Μακεδονικού Αγώνα.
Αμέτρητοι Κοζανίτες, υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Παύλου Μελά, οργώνουν την περιοχή Κοζάνης και καταδιώκουν τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Το 1905-1906 ο Μακεδονικός Αγώνας ήταν στην μεγαλύτερη ακμή του. Τα ελληνικά ανταρτικά σώματα, πληθαίνοντας με έμπειρους οπλαρχηγούς και γενναίους άνδρες με αυταπάρνηση και αυτοθυσία, με πειθαρχία και τάξη έδιναν παντού σκληρά και θανάσιμα ανταποδοτικά χτυπήματα εναντίον των Βουλγάρων Κομιτατζήδων.
Ο καπετάν Φούφας στο Παλαιοχώρι (Φούφας) και στα γειτονικά χωριά Εμπόριο και Ρακίτα, σκόρπιζε τη λυκοφωλιά των Κομιτατζήδων.
Μέσα στο Πάνθεο των Δυτικομακεδονομάχων ξεχωρίζει η προσωπικότητα του Γιάννη Μπομπαρά και η δοξασμένη μάχη του Μουρικίου στις 20 με 21 Απριλίου του 1905, όπου 80-100 περίπου Μακεδονομάχοι νίκησαν 300 Τουρκαλβανίτες.
Ο Γιάννης Μπομπαράς γεννήθηκε στη Βλάστη το 1878 και από τους πρώτους μπήκε στην υπηρεσία της ομάδας των Ελλήνων αξιωματικών που ήρθαν από την Αθήνα, με επικεφαλής τον Γ. Κατεχάκη (Καπετάν Ρούβα) για να μελετήσουν την κατάσταση στη Μακεδονία και να οργανώσουν αντίσταση κατά των Κομιτατζήδων. Στην αρχή έγινε σύνδεσμος της Επιτροπής του Αγώνα που είχε έδρα τη Βλάστη, με όλους τους καπεταναίους που λημέριαζαν στη βουνοσειρά Σινιάτσικο- Μουρίκι και ως τον κάμπο της Πτολεμαΐδας. Στη μάχη που προανέφερα ,ο Μπομπαράς προσφέρει τη ζωή του, λιβάνι στο βωμό της πατρίδας.
Αφού τελείωσε πια η φονική μάχη του Μουρικίου, οι Μακεδονομάχοι έφυγαν να λημεριάσουν σε ασφαλέστερα μέρη, αυτός έπεσε σε ενέδρα και πιάστηκε από ένα τούρκικο απόσπασμα. Την κρίσιμη αυτή στιγμή που αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει, πρόλαβε και μάσησε τα εμπιστευτικά σημειώματα για να μην πέσουν στα χέρια των Τούρκων και κινδυνεύσει η ζωή των συντρόφων του. Οι Τούρκοι τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να μαρτυρήσει, αλλά δεν κατάφεραν τίποτε και τελικά τον κατακρεούργησαν.

Η απελευθέρωση από τους Τούρκους

Το 1912 τα Βαλκανικά κράτη, Ελλάδα, Βουλγαρία, Σερβία και Μαυροβούνιο, ενώθηκαν για να διώξουν τον κοινό εχθρό τους, την Τουρκία. Στις 4 Οκτωβρίου η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεμο, και ο Ελληνικός Στρατός μπήκε στο Τουρκικό έδαφος στα σύνορα της Θεσσαλίας. Η είσοδος στην Μακεδονία εξαρτιόταν από τα στενά του Σαρανταπόρου, πραγματικό οχυρό, απόρθητο εξαιτίας των οχυρωματικών έργων που υπήρχαν εκεί. Οι Ελληνικές Μεραρχίες κάνουν επίθεση και στις 11 Οκτωβρίου ο Στρατός μπαίνει στην Κοζάνη, την οποία και απελευθερώνει. Στις 13 Οκτωβρίου η ταξιαρχία του ιππικού, κάνει αναγνωρίσεις προς την κατεύθυνση της Πτολεμαΐδας. Στις 14 Οκτωβρίου γίνονται αναγνωριστικές επιχειρήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις. Στα υψώματα γύρω από το χωριό Περδίκκας δίνεται αποφασιστική μάχη, με αποτέλεσμα να απελευθερωθεί όλη η περιοχή της Πτολεμαΐδας. Οι Τούρκοι υποχωρούν. Η απελευθέρωση είναι μια πραγματικότητα ύστερα από δουλεία 523 χρόνων. (Δεν μπόρεσα να βρω στοιχεία για την «τοπική» απελευθέρωση.)

Μικρασιατικός πόλεμος – πρόσφυγες

Τμήμα του Ελληνικού Στρατού αποβιβάζεται στην Σμύρνη στις 2/15 του Μάη του 1919 με την άδεια να καταλάβει στρατιωτικά την περιοχή της Σμύρνης.
Ενδεικτικά αναφέρω ότι πήραν μέρος στην εκστρατεία αυτή αρκετοί Εμποριώτες:
Γεώργιος Δάφκας
Μιχάλης Φαρμάκης
Μηνάς Βαλκάνης
Ευάγγελος Πεσσιάνης
Η κατάρρευση του μετώπου και οι τραγικές συνέπειες επηρέασαν την πολιτική ζωή. Με χωριστή Ελληνοτουρκική σύμβαση μεταξύ Βενιζέλου – Ινονού στις 30/1/23 διευθετήθηκε το ζήτημα τις ανταλλαγής πληθυσμών.
Ο Βενιζέλος, φοβούμενος την επιβουλή των Βουλγάρων στην Μακεδονία, τοποθετεί μεγάλο όγκο προσφύγων στην Δυτική Μακεδονία.
Όπως είναι γνωστό η ανταλλαγή των πληθυσμών αποφασίστηκε με τη Σύμβαση της Λωζάνης.
Η Δυτική Μακεδονία, καθώς βρίσκεται αρκετά μακριά από τα λιμάνια του Αιγαίου δέχτηκε κάπως καθυστερημένα τα προσφυγικά ρεύματα.
Αφού η προσφυγική εγκατάσταση έχει πια οριστικοποιηθεί (1928), οι πρόσφυγες κατανέμονται ως εξής:
Γραφείο Εποικισμού
Οικογένειες
Άτομα
Προσφυγικοί Οικισμοί
Αμιγείς Μεικτοί
Φλώρινας
3159
12463
19
23
Καστοριάς
1928
7554
14
20
Κοζάνης
8299
31402
94
43
Εορδαίας
5270
21543
15
14
ΣΥΝΟΛΟ
18656
72962
142
100

«Θυμάμαι που κάθισαν μίζεροι (ματζίρκοι) κάτω από τον μεγάλο πλάτανο της πλατείας, όλοι, γύρω – γύρω και τρώγανε κάτι που φτιάξαν πρόχειρα».
θυμάται η γιαγιά Αλεξάνδρα Βουρινάρη.
Στο γράμμα αυτό δεν έμειναν ασυγκίνητες οι ψυχές των ντόπιων. Έσπευσαν να βοηθήσουν με κάθε τρόπο.
Μια επιτροπή πέντε ατόμων, (Κωνσταντίνος Τζίρκας) πήγε στο Αμύνταιο να τους προϋπαντήσει και να διαλέξει «καλούς πρόσφυγες».
Ο τότε πρόεδρος του χωριού Ιωάννης Βύζας χάρισε τριακόσια πρόβατα για να έχουν όλοι τους γάλα (δέκα πρόβατα σε κάθε οικογένεια), δείχνοντας με τον τρόπο αυτό το ενδιαφέρον του γι αυτούς. Οι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Τούρκων.

Το έπος του ’40

Το «ΟΧΙ» στις ορδές του φασισμού για το Δυτικομακεδονικό χώρο ήταν έντονο και ομόφωνο.
Πολλοί Εμποριώτες επιστρατεύτηκαν και ξεκίνησαν για τα Αλβανικά βουνά. Ανάμεσα τους και οι δυο παππούδες μου: Βασίλειος Παπαδημητρίου και Φώτιος Γούλας.
Όταν η πατρίδα κατακτήθηκε, ο τόπος πλήρωσε ακριβά. Ο κατακτητής έκαψε το κοντινό χωριό Κλεισούρα. Στους Πύργους 118 κάτοικοι δολοφονήθηκαν και άλλοι 180 κάηκαν ζωντανοί. Στον Πολύλακο εκτελέστηκαν 21 αθώοι, στο Μεσόβουνο δολοφονήθηκαν 157 Αλβανομάχοι.
1943. Στο Εμπόριο βρίσκονται Γερμανοί, μέσα στο (παλιό) Δημοτικό Σχολείο (κοντά στον Αϊ Μηνά). Αργά το βράδυ, δέχονται αιφνιδιαστικά επίθεση από τους αντάρτες του Ε.Λ.Α.Σ. που είναι κρυμμένοι στο βουνό. Κατά την συμπλοκή τραυματίζονται δυο Γερμανοί σκοποί. Όλο το βράδυ «χτυπούσαν οι αντάρτες». «Δεν άφησαν ούτε τζάμι, ούτε κεραμίδι στο σχολείο». Το πρωί, οι Γερμανοί, ψάχνουν για τον σκοπό, τον οποίο δεν βρίσκουν πουθενά. Τι είχε συμβεί; Τον βρήκε ο Κυριάκος Παπακωνσταντίνου, του οποίου το σπίτι συνόρευε σχεδόν με την αυλή του Σχολείου, και αφού διαπίστωσε ότι ήταν βαριά τραυματισμένος, τον περιέθαλψε στο σπίτι του. Νωρίς το πρωί οι Γερμανοί απειλούν ότι θα κάνουν αντίποινα στο χωριό.
Συγκεντρώσανε τους άνδρες του χωριού, στήσανε τα πολυβόλα για να τους εκτελέσουν. Με την μεσολάβηση του αείμνηστου τότε δάσκαλου Κωστή Βύζα (και μετά λιγοστά Γαλλικά που ήξερε) του προέδρου της κοινότητας Αθανάσιου Ταβανίδη και του γέρο - Βρίγγα, εξήγησε στους Γερμανούς ότι δεν χτύπησαν τον Γερμανό σκοπό Εμποριώτες, παρά ξένοι αντάρτες που δρούσαν σε όλη την περιοχή. Αντιθέτως βοήθησαν τον πληγωμένο Γερμανό. Την ώρα αυτή εμφανίζεται σώος ο πληγωμένος Γερμανός, αλλάζει το σκηνικό, και οι κάτοικοι σταυροκοπιούνται και λενε «Ο Άγιος Μηνάς μας έσωσε».

Ο εμφύλιος πόλεμος και οι κομματικές διενέξεις διαταράσσουν τις σχέσεις ντόπιων και προσφύγων

Σιγά – σιγά τα αισθήματα συμπόνιας προς τους πρόσφυγες αρχίζουν να υποχωρούν, καθώς βλέπουν ότι το 1927 ότι τους μοιράστηκε ο κλήρος ανάλογα με τα άτομα της οικογένειας.
Οι ντόπιοι νιώθουν παραγκωνισμένοι, έξω από τον κρατικό μηχανισμό, τον οποίο στελεχώνουν πρόσφυγες. Όλα αυτά τα ξεπερνούσαν κάποτε, γιατί είχαν τις περιουσίες τους και ήταν πολύ οικονόμοι.
Αυτό που πραγματικά δίχασε τις σχέσεις τους, ήταν το αγεφύρωτο χάσμα της κομματικής διαφοράς ανάμεσα στους Βενιζελικούς και τους Αντιβενιζελικούς με αποκορύφωμα τις περιόδους της δικτατορίας και του εμφυλίου πολέμου.
Και συνέβη το εξής γεγονός την εποχή της δικτατορίας Μεταξά και μέχρι το 1941.
Ντόπιοι κάτοικοι, εξαιτίας της διαφθοράς της εξουσίας διώχτηκαν και εξορίστηκαν ως βουλγαρόφωνοι. Παράλληλα τα παιδιά τους πολεμούσαν στην πρώτη γραμμή του Αλβανικού Μετώπου, υπερασπιζόμενοι την πατρίδα στον πόλεμο που ήδη έχει κηρυχτεί το 1940.
Έτσι τον Μάιο του 1941 που επιστρέφουν οι εξόριστοι ντόπιοι, κάποιοι αγανακτισμένοι από αυτούς ενδίδουν στην προπαγάνδα των Βουλγάρων οι οποίοι δρουν ανενόχλητοι στην περιοχή, ως σύμμαχοι των Γερμανών.
Αντίβαρο στη δράση των Βουλγάρων δημιουργούνται τα Τάγματα Ασφαλείας που συνεργάζονται με τους Γερμανούς.
Οι κάτοικοι του χωριού, πρόσφυγες και ντόπιοι υποφέρουν από την δράση και των δυο που υπερασπίζονται τους κατακτητές και πολλοί από αυτούς κατατάσσονται στην Ε.Α.Μ. – ΕΛΛΑΣ για την υπεράσπιση της πατρίδας
Το τέλος του εμφυλίου πολέμου βρίσκει όλους τους κατοίκους εξαντλημένους από αυτή την διένεξη που δεν βγάζει πουθενά.
Όλοι θέλουν ένα καινούργιο ξεκίνημα.

Οικιστική ανάπτυξη του χωριού από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως σήμερα

          Κάποιες μαρτυρίες ανθρώπων που θυμούνται από τους παππούδες τους, αναφέρουν ότι το χωριό ήταν χτισμένο στους πρόποδες του λόφου του Αγίου Κωνσταντίνου και του Κιτέντας (λόφος – πλαγιά) στην περιοχή που ονομάζεται μέχρι και σήμερα Τσαρνέβο. Δεν μπόρεσα να βρω και να διασταυρώσω στοιχεία, που θα στήριζαν επαρκώς αυτή την άποψη. Το χωριό όπως είναι σήμερα χτισμένο είναι αμφιθεατρικό και καταλήγει στον κάμπο. Σημείο αναφοράς το ποτάμι, που διασχίζει το χωριό. Τα σπίτια ήταν κυρίως διώροφα, πέτρινα, με τον γνωστό ρυθμό των σπιτιών της υπαίθρου της Δυτικής Μακεδονίας. Άλλα είναι χτισμένα το ένα κοντά στο άλλο, άλλα όχι, τα περισσότερα με αυλή και μερικά με μικρό κήπο (μπακτσέ). Χτισμένα από πολύ καλούς μαστόρους που χρησιμοποιούσαν πέτρες που μετέφεραν και έσπαζαν από το βουνό. Όλα τα σπίτια είχαν πολύ ψηλό πέτρινο μαντρότοιχο με δυο εισόδους: η μια για τα ζώα και τα κάρα, και η άλλη για τους ανθρώπους. Οι είσοδοι ήταν ξύλινες πόρτες ενισχυμένες με σίδερα από την εσωτερική πλευρά και καθιστούσαν αδύνατη την είσοδο τον «ανεπιθύμητων» (εχθρών). Έμειναν κλειστές καθ’ όλη την διάρκεια της μέρας και «σφράγισαν» κυριολεκτικά την νύχτα. Μέσα στην αυλή είχαν στάβλους και αχυρώνες. Κάποιες φορές τα ζώα «φιλοξενούνταν» στο ισόγειο του σπιτιού. Οπωσδήποτε στην αυλή υπήρχε ο φούρνος για το ψήσιμο του ψωμιού. Τα σπίτια επικοινωνούσαν μεταξύ τους με μυστικά περάσματα (ουλίτσες) έτσι ώστε η μια οικογένεια να ειδοποιεί την άλλη σε περίπτωση κινδύνου. Φρόντιζαν να έχουν μυστικές κρυψώνες τόσο για τα προϊόντα τους όσο και για τους εαυτούς τους. Τα σπίτια είχαν εξωτερική σκάλα και μικρά παράθυρα, όσο γίνεται ψηλότερα που προστατεύονταν από σιδερένια κάγκελα. Στο δεύτερο όροφο είχαν ένα μικρό μπαλκονάκι.
          Το εσωτερικό μοιραζόταν σε δύο δωμάτια αριστερά και δεξιά ενός ευρύχωρου διαδρόμου (τσάρντακ) στο οποίο υπήρχε μια μικρή ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο δεύτερο όροφο μέσα από ένα στενό πέρασμα (γκλαβανή). Απαραίτητη, στα υπνοδωμάτια, η μισάντρα, είδος εντοιχιζόμενης χωνευτής ντουλάπας. Τα δωμάτια, στρωμένα με χειροποίητα μάλλινα υφαντά, (κιλίμια) επιπλωμένα με ξυλοκρέβατα και σοφράδες, με στρώματα και μαξιλάρια γεμισμένα με ξερά καλαμποκόφυλλα, άστραφταν από καθαριότητα και νοικοκυροσύνη. Χτιστές σόμπες και τζάκια (κυρίως στην κουζίνα) έδιναν ζεστασιά, και κατώγια (συνήθως σε χαμηλότερο από τη γη επίπεδο) φύλαγαν τα τρόφιμα. Σε ένα τέτοιο σπίτι ζούσε όλη η οικογένεια. Ο παππούς με την γιαγιά, τα παιδιά με τις νύφες και τα εγγόνια. Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο παππούς, ο οποίος κανόνιζε τις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού. Την οικονομική διαχείριση του σπιτιού είχε η γιαγιά. Αυτή θα προγραμμάτιζε ποια νύφη θα ζυμώσει ή θα μαγειρέψει, ποια θα πάει στα χωράφια ή θα πλύνει. Νερό στα σπίτια δεν υπήρχε. Τις κουβαλούσαν από δύο βρύσες, την Καράτσκα και την Αμπάρκα, κορίτσια με γκιούμια και πήλινα σκεύη. Περίμεναν στη σειρά και … γινόταν το γνωστό «νυφοπάζαρο». Αξίζει να σημειωθεί ότι στο χωριό υπήρχε τούρκικο τζαμί, κοντά στην σημερινή πλατεία, στο χώρο περίπου που γινόταν το παζάρι. Το γκρέμισαν με τα χέρια τους οι κάτοικοι του χωριού, αμέσως μετά την απομάκρυνση των Τούρκων. Μια ξύλινη γέφυρα βοηθούσε το πέρασμα από το Τσιρόγκα. Ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να περνούν τα κάρα. Αυτό που έκανε το χωριό να διαφέρει από τα γειτονικά χωριά ήταν και οι νερόμυλοί του. Υπήρχαν 15 νερόμυλοι που εκμεταλλευόταν τα άφθονα νερά του χωριού για να αλέθουν το σιτάρι. Από την πλευρά του Τσιρόγκα αλλά και από το χείμαρρο των «δύο πηγαδιών» οι νερόμυλοι άλεθαν το σιτάρι όλης της περιοχής. Από όλα τα γειτονικά χωριά ερχόταν φορτώματα σιτάρι για να αλεστούν στους νερόμυλους του Εμπορίου.

Ιερός Ναός – Ξωκλήσια
          Έχει αναφερθεί ότι το Εμπόριο υπήρξε Μητρόπολη Μογλενών για εκατό περίπου χρόνια. Μετά το έτος 1861 το Εμπόριο φέρεται ως έδρα της αρχιερατικής επιτροπής, και μετά την απελευθέρωση (1912) πρέπει να κατεδαφίστηκε ο παλιός Ιερός Ναός του Αγίου Μηνά. Η ανέγερση του νέου Ναού γίνεται το 1919. Με την εγκατάσταση των προσφύγων πλουταίνει με πλήθος εκκλησιαστικών κειμηλίων.
          Τρίκλητη Βασιλική με τρούλο, αγιογραφημένη με Βυζαντινές αγιογραφίες είναι ένας πόλος έλξης των απανταχού Εμποριωτών.
          Το χωριό μου το στολίζουν πολλά εξωκλήσια. Όλα χτισμένα σε πλαγιές βουνών, κάτασπρα και νοικοκυρεμένα.
          Της Παναγιάς και του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, του Αγίου Νικολάου και του Αγίου Δημητρίου. Όλα έχουν πλούτο βυζαντινών εικόνων και λειτουργούν στις ονομαστικές εορτές των Αγίων στους οποίους είναι αφιερωμένα.
          Το χωριό αλλάζει όταν το 1923 – 24 κατέφθασαν οι προσφυγικές οικογένειες από τον Πόντο (περιοχή Καρς του Καυκάσου αλλά και την Μικρά Ασία). Εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλελειμμένα σπίτια των Τούρκων ή σε πρόχειρες καλύβες. Το 1927 τους παραχωρήθηκαν τα σπίτια του «εποικισμού».
          Το παλαιό Δημοτικό Σχολείο γκρεμίστηκε μετά τον εμφύλιο και το νέο Δημοτικό Σχολείο θεμελιώθηκε την δεκαετία του ’50. Στο Εμπόριο μετά την απελευθέρωση (1912) λειτουργεί έδρα Δασοφυλακής, μέχρι και πρόσφατα. Επίσης συνεδρίαζε το Ειρηνοδικείο Εορδαίας μια φορά το μήνα για διαφορές αστικού δικαίου (αγροτικές διαφορές, ζημιές, μικροκαβγάδες κ.λ.π.) Μέσα στην δεκαετία του ’60 και του ’70 τα σπίτια γίνονται πιο σύγχρονα (για την εποχή τους).
          Μετά τον σεισμό που έπληξε το 1995 το Νομό Κοζάνης, και τα δάνεια που δόθηκαν στις σεισμόπληκτες περιοχές, σχεδόν όλα τα σπίτια αντικαταστάθηκαν με όμορφες μονοκατοικίες ευρωπαϊκών προδιαγραφών.
          Το Δημοτικό Σχολείο είναι τριθέσιο και έχει περίπου 70 μαθητές.
          Το Γυμνάσιο, που φιλοξενεί και τους μαθητές των γειτονικών κοινοτήτων (Φούφα, Μηλοχωρίου, Αναρράχης) έχει 147 μαθητές, το Λύκειο έχει 6 μαθητές.
          Το Νηπιαγωγείο συστεγάζεται με το Δημοτικό Σχολείο και έχει 15 νήπια.
          Επίσης λειτουργεί βρεφονηπιακός σταθμός (από το 1970) που στεγάζεται σε ιδιωτικό κτίριο και φιλοξενεί 15 νήπια. Στο Εμπόριο λειτούργησε επίσης από το 1964 ιδιωτικό Γυμνάσιο με την πρωτοβουλία του τότε καθηγητή και Γυμνασιάρχη κ. Συκόπουλου. Οι εκδηλώσεις του Γυμνασίου μένουν αξέχαστες στην μνήμη των Εμποριωτών.
          Στο χωριό υπάρχει Αστυνομικός Σταθμός Τάξης που μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν Αστυνομικό Τμήμα και παλαιότερα Υποδιοίκηση Χωροφυλακής με αρκετό προσωπικό.
          Ακόμη τις ανάγκες του χωριού, αλλά και των άλλων γειτονικών χωριών, για προσφορά πρώτων βοηθειών και άλλων, εξυπηρετεί και το αγροτικό ιατρείο.
          Από το 1930 υπάρχει Ταχυδρομείο για την εξυπηρέτηση όλης της περιοχής.
          Ακόμη υπάρχει Αναγκαστικός Δασικός Συνεταιρισμός (1925), και Γεωργικός Συνεταιρισμός.
          Σήμερα υπάρχει ιδιόκτητο κτίριο του Ο.Τ.Ε. με υπερσύγχρονο εξοπλισμό.
          Τέλος οι κοινόχρηστοι χώροι, διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια με ενέργειες του σημερινού προέδρου Θωμά Δαλάκη σε πλατείες, παιδικές χαρές (Αγίου Νικολάου) καθώς και ο χώρος του γηπέδου αναμορφώθηκε και μετατράπηκε σε σύγχρονο αθλητικό κέντρο. Το ποτάμι, με πόρισμα υγειονομικής επιτροπής σκεπάστηκε και έτσι δημιουργήθηκαν χώροι πράσινου που κοσμούνται με ανδριάντες του Μέγα Αλεξάνδρου και του Παύλου Μελά (στην προεδρεία Κωνσταντίνου Γούλα 1991). Τονίζω ότι ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Εμπορίου, με πρωτοβουλία του διαμόρφωσε τον εξωτερικό χώρο του εξωκλησιού Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, συνέβαλε επίσης στη δημιουργία παραδοσιακών βρυσών, στην πλατεία και στο εξωκλήσι Άγιος Νικόλαος. Ακόμη συνέλαβε και με δενδροφυτεύσεις στις πλαγιές των λόφων του χωριού.

Ασχολίες των κατοίκων και οικονομική οργάνωση από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας ως σήμερα

          Η κύρια ασχολία των κατοίκων ήταν η γεωργία, χωρίς να υστερεί η κτηνοτροφία.
          Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι το δάσος που απλώνεται πάνω από το χωριό, έθρεψε το χωριό με δύο τρόπους, την υλοτομία του αλλά και την καστανοπαραγωγή του.
Οι κάτοικοι του χωριού αισθάνονται δεμένοι με το Καστανόδασος από πολύ παλιά, γιατί υπήρξε για αυτούς πόρος ζωής στα δύσκολα χρόνια της προπολεμικής Ελλάδος αλλά και στα χρόνια της κατοχής. Οι κάτοικοι εκμεταλλεύτηκαν το δάσος. Κόβανε ξύλα, τα φορτώνανε στα γαϊδουράκια τους και τα πηγαίνανε στην Πτολεμαΐδα, όπου τα πουλούσαν για καυσόξυλα.
          Τα γεωργικά προϊόντα που παρήγαγαν ήταν κυρίως τα δημητριακά, όσπρια, και κηπευτικά. Κάθε οικογένεια είχε το αμπέλι. Το όργωμα της γης γινόταν με βόδια. Μερικές αγροτικές δουλειές, όπως ο τρύγος, το αλώνισμα, το μάζεμα και το ξεφλούδισμα των καλαμποκιών, αργότερα το βελόνιασμα των καπνών, είχαν πανηγυρικό χαρακτήρα. Όλοι μαζί οι συγγενείς και οι φίλοι ξεκινούσαν και βοηθούσαν ο ένας τον άλλο. Ιδιαίτερα το ξεφλούδισμα και το ξεσπόριασμα των καλαμποκιών τους έδινε ευκαιρία για νυχτερινές συγκεντρώσεις (νυχτέρια). Αξιοθαύμαστη ήταν και η οργάνωση της οικονομίας των προϊόντων τους, έτσι ώστε να μπορούν να συντηρούνται όλο το χειμώνα. Τα κηπευτικά συντηρούνταν στα κατώγια αφού πρώτα είχαν γίνει τουρσί, τα κρέατα παστωνόταν, τα λουκάνικα ξεραινόταν, οι πιπεριές περασμένες σε κλωστή αφυδατώνονταν στον ήλιο και διατηρούνταν για πολύ καιρό με ξεχωριστή νοστιμιά. Κύριο λιπαρό συστατικό ήταν το λίπος των γουρουνιών (λίγδα).
          Ο τραχανάς, τα πέτουρα, το πετμέζι, τα γλυκά από κυδώνι, τα μαντζούνια (γλυκό κολοκύθι), ο νεσέστες, που γινόταν είδος κρέμας, το κρασί και το τσίπουρο δεν έλειπαν από κανένα κατώι.
          Μέσα σε κιούπια (πήλινα σκεύη) φυλάγονται τα κάστανα και τα καρύδια.
          Για τη θέρμανση χρησιμοποιούσαν ξύλα από το βουνό που το άναβαν με ξερά τσάκνα. Το ψήσιμο του φαγητού γινόταν στο τζάκι πάνω σε πυροστιά.
          Με την απελευθέρωση των κατοίκων από τους Τούρκους και την εγκατάσταση προσφύγων οι κάτοικοι διατηρούν τον γεωργοκτηνοτροφικό χαρακτήρα τους μετά την δεκαετία του ’30 προστίθεται στις καλλιέργειες και αυτή του καπνού.
          Η κτηνοτροφία εγκαταλείπεται σχεδόν. Από το 1950 και μετά κυρίως καλλιεργείται ο καπνός. Πέρα από τις γεωργικές ενασχολήσεις των κατοίκων πολλοί είναι αυτοί που εξασκούν και άλλα επαγγέλματα όπως: του ράφτη, του τσαγκάρη, του πεταλωτή, του βαρελοποιού, του σαμαρά, του ξυλουργού, του χτίστη (μάστορα).   Η φτώχεια και ο εμφύλιος αναγκάζουν πολλούς από τους κατοίκους του χωριού να μεταναστεύσουν στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, στην Αθήνα, στον Πειραιά και στη Θεσσαλονίκη. Πολλοί περισσότεροι στην Αμερική, στον Καναδά, στην Γερμανία και στην Αυστραλία.

Τοπωνύμια

Αναφέρω τα τοπωνύμια του χωριού από την είσοδό του από την Πτολεμαϊδα και πρώτα αυτά που είναι στο βουνό: (Με τη «σφραγίδα» της Τουρκικής ονομασίας και του Σλαβικού ιδιώματος που διατηρούνται ως σήμερα).
Πορτάρκα: (πόρτα) Η είσοδος του χωριού
Μνήματα: Η περιοχή του σημερινού νεκροταφείου
Τσιρόγκα: Στις όχθες του ομώνυμου ποταμού
Μπλατσιότικο: Ο δρόμος προς το χωριό Μπλάτσι (Βλάστη)
Μπέσκινι Κουστένι: Καστανιές με το όνομα του ιδιοκτήτη τους (Μπέσκα)
Κούλα: Τούρκικο φυλάκιο
Μάρσιβι Κουστένι:
Λίπες: (Φλαμουριές)
(Χ)Ότζιβι Κουστένι: Οι καστανιές του Χότζα
Μπέλκαμενο: (Άσπρη Πέτρα) Βράχος στο βουνό Μουρίκι
Άγιος Κωνσταντίνος: Ο λόφος που βρίσκεται και το εξωκλήσι
Παναγιά: Η περιοχή που βρίσκεται το εκκλησάκι της Παναγίας
Μύλοι: Η πλαγιά που βρισκόταν οι νερόμυλοι
Καραμάνβι Κουστένι: Οι καστανιές του Καραμάνη.

Στον κάμπο βρίσκονται οι περιοχές που ονομάζονται:
Κούτλες:
Μάμην:
Τσαρνέβο:
Μπούκλο:
Μουριές: Περιοχή με μουριές. (Ανεπτυγμένη σηροτροφία στην δεκαετία του ’30) Κιτέντας: (σουβλερή πέτρα) λόφος
Κουπατσίνα:
Αρμοτλούκ:
Καρακάπ:
Καραμούτσκα:
Τούρκικα Μνήματα:

Ήθη και Έθιμα – Λαογραφικά στοιχεία

Χριστούγεννα: Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα, κάθε οικογένεια, έσφαζε το γουρούνι που έτρεφε όλο το χρόνο. Οι νοικοκυρές εκτός από την εξονυχιστική καθαριότητα ετοίμαζαν μικρά ψωμάκια (κουλντάσκι) για να δώσουν στα παιδιά (μόνο τα αγόρια) που θα έλεγαν τα Κάλαντα. Ετοίμαζαν ακόμα γλυκά όπως κουραμπιέδες, μελομακάρονα και μπακλαβάδες, αφού μαζεύονταν όλες μαζί σε κάθε σπίτι.
          Τα παιδιά, πολύ πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων, έβγαιναν στους δρόμους και φώναζαν: «Κόλντα, μπάμπου, κόλντα».
Οι γυναίκες έδιναν δεκάρες, καρύδια, κάστανα και το χριστόψωμο που προανέφερα.
Πολύ πρωί, ανήμερα των Χριστουγέννων, η οικογένεια εκκλησιάζονταν. Έπειτα γυρνούσαν σπίτι και στρώνανε γιορτινό τραπέζι με εδέσματα χοιρινά, λουκάνικα, τσιγαρίδες και χοιρινές μπριζόλες.

Πρωτοχρονιά: (ΕΣΚΑ)
Τις παραμονές του νέου Χρόνου έφταναν στο χωριό οργανοπαίχτες με γκάιντα (ζουρνάδες) και έστηναν γλέντι στα καφενεία ή στην πλατεία του χωριού.
Το χωριό διέθετε πάντοτε και τοπική ορχήστρα. Την παραμονή, πολύ πρωί, μικρά παιδιά φορώντας φουστανέλες και κουνώντας μεγάλα κουδούνια, περνάν από κάθε σπίτι και χτυπάν γρήγορα τα κουδούνια. Δεν μιλάνε, κερνιούνται κάτι ,τους δίνουν λεφτά και φεύγουν για να γυρίσουν μ’ αυτό το τρόπο όλο το χωριό. Είναι οι γκέγκηδες. Το μεσημέρι, με τη συνοδεία της τοπικής ορχήστρας, μεγαλύτερα κάπως παιδιά (12 και άνω) ντυμένα με φουστανέλες και πουκαμίσες, και με βαμμένο το πρόσωπο με στάχτη, χορεύουν σε κάθε γειτονιά του χωριού προσκαλώντας μ’ αυτό το τρόπο όλους τους συγχωριανούς σε χορό. Είναι οι γνωστοί μικροί ισκάρηδες. Το βράδυ ντύνονταν όλοι κοκόνες. Αγαπημένο θέμα ο γαμπρός και η νύφη (άντρας μεταμφιεσμένος σε γυναίκα). (Το έθιμο αυτό συναντιέται σε πολλά μέρη της Δυτ. Μακεδονίας). Γυρνάνε σε γνωστά – συγγενικά σπίτια, έχουν οπωσδήποτε καλυμμένο το πρόσωπο προς αποφυγή αναγνώρισης και δεν μιλάνε για να μην τους γνωρίσει κανείς. Οι οικοδεσπότες από την πλευρά τους με πειράγματα προσπαθούν να μαντέψουν ποιοι είναι οι επισκέπτες. Όλο το βράδυ η γκάιντα και οι ζουρνάδες παίζουν στην πλατεία που είναι στρωμένη με τραπέζια, κρασί και μεζέδες. Ξημερώνοντας η Πρωτοχρονιά, μετά τον εκκλησιασμό γίνεται το «ποδαρικό». Συνήθως μικρά παιδιά μπαίνουν πρώτα στο σπίτι, σκαλίζουν λίγο τη φωτιά στη σόμπα λέγοντας: «αρσενικά παιδία θηλυκά αρνιά». Από το πρωί πάλι τα όργανα γυρνούν στο χωριό με μεγαλύτερους αυτή τη φορά ισκάρηδες και γκέγκηδες. Γυρνούν σε κάθε γειτονιά και καταλήγουν στην πλατεία του χωριού. Στρώνονται στο χορό ως αργά το βράδυ. Το μεσημέρι, μέχρι και σήμερα γίνεται στην πλατεία του χωριού παρέλαση καρναβαλιών. Στα παλαιότερα χρόνια αρκούνταν στους γκέγκηδες, τους ισκάρηδες και τις κοκόνες. Την τελευταία δεκαετία όμως, στολίζονται ολόκληρα άρματα, σατιρίζονται κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις και το κέφι που δημιουργείται είναι απερίγραπτο. Το βράδυ ξεκινούν για να επισκεφτούν τα σπίτια που έχουν «Βασίλη» και γιορτάζουν.

Θεοφάνια:
Πολύ πρωί οι νοικοκυρές πλένουν τις εικόνες του σπιτιού στο ποτάμι και πλένονται αμέσως στο πρόσωπο γιατί αυτή την ημέρα γίνεται αγιασμός των υδάτων.
Μαζί τους έχουν και ένα χριστόψωμο (το οποίο ζυμωνόταν σε σχήμα πλεξούδας μαζί με τα «κόλντα») το βρέχουν στο αγιασμένο νερό και ταΐζουν με αυτό τα ζώα, όταν επιστρέψουν στο σπίτι.
Τα Θεοφάνια γιορτάζονται με μεγαλοπρέπεια στο ποτάμι. Όλοι οι κάτοικοι μετά τον εκκλησιασμό, παίρνουν θέση στις όχθες του ποταμού (που βρίσκεται πολύ κοντά στην εκκλησία) για να παρακολουθήσουν τον αγιασμό τον υδάτων. Πολλοί νέοι πέφτουν στα παγωμένα νερά του Τσιρόγκα και προσπαθούν να βρουν τον Σταυρό που ο παπάς ρίχνει στο νερό από πολύ ψηλά και αφού προηγηθούν επιδέξιοι χειρισμοί παραπλάνησης. Μεγάλη τιμή και ευλογία είναι για αυτόν που πιάνει τον Σταυρό και γυρίζει το χωριό με τον παπά για να ραντίσουν με αγιασμό όλα τα σπίτια του χωριού. Με την αποχώρησή τους από το ποτάμι πρέπει να πάρουν σε κάποιο σκεύος αγιασμένο νερό, και να το φυλάξουν στο εικονοστάσι.
Μαζί με ένα χερόβολο άχυρο ραντίζουν μα αγιασμό τα αμπέλια και τα δέντρα.

Αποκριά:
Για τους μεγάλους σήμαινε αρχή της νηστείας, για τα μικρά παιδιά «έρλε», δηλαδή φωτιά αναμμένη από κέθαρα που έχουν κόψει από το βουνό μέρες πριν. Η συγκέντρωση των κέθαρων σε κάθε γειτονιά γίνεται κάποιες φορές ύστερα από «αιφνιδιαστικές επισκέψεις» σε αποθήκες και αυλές άλλης γειτονιάς. Αργά το βράδυ, με ορισμένη σειρά ανάβει η μια γειτονιά μετά την άλλη το «έρλε» της. Στοιβάζουν το ένα κέθαρο πάνω στο άλλο με σκοπό να δημιουργήσουν την μεγαλύτερη φωτιά. Χορεύουν όλοι γύρω από την φωτιά, τραγουδώντας τραγούδια με αποκριάτικα λόγια. Αφού καούν όλα τα κέθαρα, οι γείτονες πλησιάζουν την φωτιά και ακουμπώντας τον δείχτη στην στάχτη κάνουν ένα σημάδι στο μέτωπο «για να μη τους τσιμπάνε κουνούπια το καλοκαίρι».
Το βράδυ αφού μαζεύονται όλοι γύρο από το τραπέζι ζητούν συγχώρεση, φυλούν το χέρι των μεγαλύτερων και δίνει χρήματα ο καθένας σε κάθε μικρότερό του. Δηλαδή ο παππούς δίνει σε όλους και το μικρότερο εγγόνι, δεν δίνει σε κανέναν αλλά παίρνει από όλους. Με όλα αυτά δημιουργείται μια εορταστική ατμόσφαιρα γύρω από το τραπέζι που περιέχει μη νηστίσιμα φαγητά και όλοι τρώνε και «αποκρεύουν». Ο αρχηγός της οικογένειας (παππούς ή πατέρας) ετοιμάζει την «χάσκα». Δένει με τέχνη σε μια κλωστή ένα σφηχτοβρασμένο αυγό και την άλλη άκρη της κλωστής στο τέλος του κλώστη. Τον περιστρέφει μπροστά από τα ανοιχτά στόματα όλων των μελών της οικογένειας. Όποιος μπορέσει να πιάσει το αυγό με τα δόντια του είναι ο νικητής.

Καθαρή Δευτέρα:
Ξημερώνοντας η Καθαρή Δευτέρα, οι νοικοκυρές έπλεναν τα μαγειρικά σκεύη με ζεματιστό νερό και στάχτη και ετοίμαζαν φασολάδα και άλλα νηστίσιμα και πήγαιναν στο Κιτέντας, ένα ύψωμα απέναντι από το λόφο του Αγίου Κωνσταντίνου, προσήλιο και εκεί με γκάιντα και την τοπική ορχήστρα, γλεντούσαν και χόρευαν.

Σάββατο Λαζάρου:
Την παραμονή το απόγευμα, τα κορίτσια, (Λαζάρκες), πήγαιναν στο μύλο, και ζητούσαν από τον μυλωνά αλεύρι, για να κάνουν πίτα και να φάνε όλες μαζί το Σαββατόβραδο. Μάζευαν και αγριολούλουδα (γκρόζβετς) για να στολίσουν το καλάθι.
Την παραμονή το βράδυ μαζεύονται όλα τα κορίτσια του χωριού στο σπίτι μιας από την παρέα και κοιμούνται όλες μαζί σε ένα δωμάτιο. Τα αγόρια του χωριού έρχονταν έξω από το σπίτι αυτό (το οποίο θεωρούνταν κρυφό για αυτούς) και χτυπούσαν δυνατά τενεκέδες με σκοπό να τις ξυπνήσουν. Το πρωί του Σαββάτου, τα μικρά κορίτσια του χωριού γυρνάνε από αυλή σε αυλή όλο το χωριό και κρατώντας ένα μεγάλο καλάθι στολισμένο με αγριολούλουδα, τραγουδούν τα τραγούδια «Όλη δόξα, όλη χάρη» ή το «Ένα παλικάρι είκοσι χρονών» όταν το σπίτι που επισκέπτονται έχει αγόρι και χορεύουν σε κάθε αυλή αφήνοντας το καλάθι στην μέση. Οι νοικοκυρές δίνουν από ένα αυγό στο κάθε κορίτσι ή και χρήματα τα τελευταία χρόνια. Τα αυγά αυτά θα βαφτούν κόκκινα την Μ. Πέμπτη. Φεύγοντας τραγουδούν «Ξύπνα Λάζαρε…». Την Παρασκευή πήγαιναν στον μύλο παίρνανε το αλεύρι που γίνεται πίττα και έτρωγαν βραδινό οι λαζάρκες (= κορίτσια) ή μάζευαν και αγριολούλουδα για να στολίσουν το καλάθι.

Πάσχα
Μετά την νηστεία της Σαρακοστής και της Μεγαλοβδομάδας, οι νοικοκυρές ζυμώνουν τσουρέκια, βάφουν κόκκινα αυγά, καθαρίσουν σχολαστικά το σπίτι, ασβεστώνουν τις αυλές. Παρακολουθούν τα πάθη, γίνεται περιφορά του Επιταφίου με την συνοδεία της τοπικής ορχήστρας. Την Κυριακή του Πάσχα σε κάθε αυλή σουβλίζεται το αρνί. Δεν υπάρχει κάτι το ξεχωριστό να αναφερθεί. Σε παλαιότερες εποχές γίνονταν μεγάλος χορός όλο το απόγευμα στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου, απέναντι από την Εκκλησία. Ο χώρος ήταν αμφιθεατρικός και επέτρεπε όλους να πάρουν θέση και να απολαύσουν το σεργιάνι.

Πρωτομαγιά:
Πολύ πρωί «πιάνεται ο Μάης» κόβοντας πράσινα κλαδιά. Βράζεται γάλα και πίνεται από όλους. Ο κόσμος ξεχύνεται στις εξοχές και γιορτάζει τον ερχομό της άνοιξης.

Το Πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης
Από την προηγούμενη μέρα, έφταναν στο χωριό άνθρωποι από τα γειτονικά χωριά. Κοιμόνταν σε συγγενικά σπίτια και την άλλη μέρα, πολύ πρωί, ανέβαιναν με τα πόδια ή με τα γαϊδουράκια στη κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται και το εκκλησάκι Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Μετά τον εκκλησιασμό, στηνόταν πραγματικό γλέντι. Χορός μεγάλος σε ένα ξέφωτο πολύ κοντά στη εκκλησία. Πιάνονταν όλοι στο χορό ανάλογα με την σειρά που είχαν παντρευτεί. Το μεσημέρι, (μέχρι και σήμερα) κάθε σπιτικό είχε καλομαγειρεμένο κατσικάκι στον φούρνο και οπωσδήποτε καλοψημένο παραδοσιακό μπακλαβά, και φίλευε τους ξένους προσκυνητές. Το απόγευμα το γλέντι συνεχιζόταν στην πλατεία του χωριού με χορό και μουσική από την τοπική πάντα ορχήστρα, μέχρι αργά το βράδυ.

Εκκλησιασμός στην Αγία Παρασκευή και τον Άγιο Παντελεήμονα
Παραμονή της μεγάλης γιορτής, χωρίς να υπολογίζουν την μεγάλη κούραση εξαιτίας του αλωνισμού και του «σπασίματος του καπνού», που αυτή την εποχή είναι στο αποκορύφωμα, οι κάτοικοι του χωριού σπεύδουν να προσκυνήσουν αργά το απόγευμα στην εκκλησία διπλανού χωριού την Αγία Παρασκευή. Πεζοί και με μεγάλη λαχτάρα, αψηφούν την κούραση των ημερών για να εκδηλώσουν το λατρευτικό τους συναίσθημα. Την επόμενη το απόγευμα ξεκινούν για τον «Αη Παντελεήμονα», εκκλησάκι σε βουνοκορφή του Άσκιου. Στολίζανε άλογα με κόκκινες βελέντζες και άσπρα υφαντά σεντόνια, ετοίμαζαν φαγητά και ξεκινούσαν πολλοί μαζί (κυρίως ζευγάρια) σε μια μεγάλη παρέα, για να διανυκτερεύσουν ψηλά στο βουνό, κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονα. Αφού διάλεγαν το κατάλληλο μέρος, συνήθως κοντά σε πηγή, και αφού κόψουν φτέρη για στρώματα, τρώνε όλοι μαζί και κοιμούνται. Πολύ πρωί πηγαίνουν στην εκκλησία και αφού εκκλησιαστούν, επιστρέφουν στο ίδιο μέρος, ξανατρώνε και αργά το απόγευμα επιστρέφουν στο χωριό από μονοπάτια του δάσους, καβάλα στ’ άλογα.

Της Παναγίας:
Τις παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, ανηφόριζαν στο πετρόκτιστο εκκλησάκι γυναίκες από το χωριό, με σκοπό να το πλύνουν. Κουβαλώντας νερό από το διπλανό ρυάκι, γέμιζαν ένα μεγάλο καζάνι και ζέσταιναν νερό για να πλύνουν τις εικόνες, τα καντήλια, τα στρωσίδια της εκκλησίας. Ασβέστωναν το εκκλησάκι, για να είναι έτοιμο για το πανηγύρι. Τα απόγευμα της παραμονής γινόταν ο εσπερινός και στολίζονταν η εικόνα της Παναγίας με λουλούδια που έφερναν εδώ από τους κήπους των σπιτιών. Την επομένη το πρωί μετά την Λειτουργία στην αυλή της εκκλησίας έρχονταν πραματευτάδες, πουλούσαν γλυκά, φρούτα, ο κόσμος κερνιόταν και χόρευε. Το απόγευμα επαναλαμβανόταν το γλέντι στην αυλή του σχολείου με την τοπική ορχήστρα.

Του Αγίου Μηνά (πολιούχος του χωριού)
Ίσως λόγω εποχής, δεν γίνεται πανηγύρι. γίνεται όμως εκκλησιασμός με πανηγυρικό χαρακτήρα αφού προηγηθεί Μέγας Εσπερινός. Στην λειτουργία παίρνει μέρος, πολλές χρονιές, ο Δεσπότης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας, Αυγουστίνος.

Βεγγέρες
Τις ατελείωτες χειμωνιάτικες νύχτες, φιλικές και συγγενικές παρέες τις περνούσαν συντροφικά στα σπίτια πότε του ενός και πότε του άλλου. Ψήνοντας κάστανα και παραδοσιακό χαλβά από σιμιγδάλι, που γινόταν εκείνη την ώρα, τραγουδώντας και διασκεδάζοντας, σχολιάζοντας τις προξενιές περνούσε ευχάριστα η νύχτα.

Εμποροπανήγυρις Πτολεμαΐδος
Ξεχωριστή θέση έχει το πανηγύρι στις αναμνήσεις των κατοίκων. Εκτός από το αγοραστικό ενδιαφέρον ήταν και χώρος αναψυχής. Το ξεκίνημα για το πανηγύρι ήταν κάτι το φανταστικό. Φόρτωναν τα γαϊδουράκια με κάστανα, καρύδια μήλα και ό,τι άλλο ήταν για πούλημα και ξεκινούσαν «για το πανηγύρι». Εκεί αφού πουλούσαν και αγόραζαν ό,τι τους χρειάζονταν, διασκέδαζαν με τα άλογα που τρέχανε, τα μεγάλα φίδια που έφερναν οι φακίρηδες, και τους ταχυδακτυλουργούς.

Χορός των ανθέων και των κερασιών
Από το 1968 και για πολλά χρόνια, κάθε χρόνο στην κεντρική πλατεία του χωριού, μέσα στο Μάιο, διοργανώνονταν από την κοινότητα Εμπορίου ο «ετήσιος χορός των ανθέων».Πλήθος κόσμου συνέρεε στην ανθοστόλιστη πλατεία. Γλάστρες και κομμένα λουλούδια, φτέρες και πρασινάδες, έδιναν την εντύπωση κήπου, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού. Την εκδήλωση τιμούσαν με την παρουσία τους πολλοί επίσημοι, ο νομάρχης, ο δήμαρχος Πτολεμαΐδας, πρόεδροι, γενικά «οι Αρχές». Αξέχαστα γλέντια μέχρι τις πρωινές ώρες με την συνοδεία την τοπικής ορχήστρας, έχουν να θυμούνται οι κάτοικοι όχι μόνο του Εμπορίου, αλλά και όλης της περιοχής.

Γεννητούρια:
Οι γυναίκες γεννούσαν στο σπίτι με τη βοήθεια πρακτικής μαμής. Η γέννηση του αγοριού ήταν πολύ σημαντικό γεγονός. Έπρεπε να ειδοποιηθούν οι συγγενείς του νεογέννητου. Αυτός που πήγαινε να αναγγείλει το γεγονός έπαιρνε «μπαξίσι». Η πεθερά της νύφης ετοίμαζε λαγγίτες, οι οποίες μοιράζονταν σε όλο το χωριό, μεταφέροντας έτσι την ευχάριστη είδηση. Όποιος έπαιρνε λαγγίτες, έδινε και χρήματα σ’ αυτόν που τις έφερνε (κυρίως μικρά παιδιά). Στη βάφτιση που γινόταν, συνήθως πολύ νωρίς, η μητέρα απουσίαζε και κανένας δεν ήξερε το όνομα που θα έδινε ο νονός. Την ώρα που έλεγε το όνομα, τα μικρά παιδιά τρέχοντας, πήγαιναν στη μητέρα, έλεγαν το όνομα, και του έδινε χρήματα. Αυτή ήταν στο σπίτι και ετοίμαζε τραπέζι με διάφορα κεράσματα γι’ αυτούς που θα ερχόταν. Η πεθερά της νύφης και η μάνα της έδειχναν την προίκα του μωρού κρεμώντας την στην φασκιά στο δωμάτιο του μωρού αμέσως μετά την βάπτιση.

Γάμος
Από «μια ζωή» προετοιμαζόταν για την ημέρα του γάμου. Η νύφη από μικρή ετοίμαζε τα προικιά της. Κιλίμια υφαντά, βελέντζες και υφαντά σεντόνια, στα κατοπινά χρόνια πλεχτά και κεντήματα.
Από μέρες ετοίμαζαν φύλλα για τον πατροπαράδοτο μπακλαβά. Πολύ νωρίς καλούσαν τους συγγενείς στο γάμο. Ιδιαίτερη έγνοια το «κουμπαροκάλεσμα» που γινόταν με ψωμί (κουλούρα στολισμένη με στραγάλια και σταφίδες) και κρασί. Ο κουμπάρος έκανε «τον δύσκολο» για να παιδέψει τον γαμπρό και είχε ιδιάζουσες απαιτήσεις. Την Τετάρτη η νύφη έδειχνε τα προικιά της συγκεντρωμένα και στολισμένα στο σπίτι. Το επισκεπτόταν όλο το χωριό και έδινε ευχές και δώρα στην νύφη. Και στο σπίτι του γαμπρού στολιζόταν η προίκα που ήταν όμως λιγότερη. Την Πέμπτη το βράδυ «πιανόταν» το προζύμι, και στο σπίτι της νύφης και στο σπίτι του γαμπρού. Γινόταν ανάμεσα στους συγγενείς μικρογλέντι. Και σε περιπτώσεις που οι γλεντζέδες ερχόταν σε κέφι παρακινούσαν τον γαμπρό, να πάνε στο σπίτι της νύφης. Αυτό όμως ήταν απαγορευμένο και, αν γινόταν αλεύρωναν αυτούς που θα πήγαιναν στο γλέντι της νύφης με γέλια και χωρατά.
          Για την ημέρα του γάμου, έπρεπε να καλεστούν η αρχιμαγείρισσα και τα μπρατίμια. Για την ευθύνη του τραπεζιού του γάμου, ήταν υπεύθυνοι η αρχιμαγείρισσα και τα μπρατίμια, που έπρεπε να κανονίσουν όλες τις λεπτομέρειες για να μην προσβληθεί ο νοικοκύρης. Το πρωί της Κυριακή ερχόταν τα όργανα στο σπίτι του γαμπρού. Ξεκινούσαν να καλέσουν όλο το χωριό. Τα μπρατίμια και οι φίλοι του γαμπρού κρατώντας ένα μπουκάλι τσίπουρο και ένα πιάτο που είχε μέσα ένα μήλο και στραγάλια, περνούσαν από όλες τις γειτονιές για να τους καλέσουν όλους στο γάμο. Από την πλευρά της νύφης, γινόταν το κάλεσμα από ένα δικό της μπράτιμο στα συγγενικά της μόνο σπίτια. Μετά, τα όργανα μαζί με τον γαμπρό και το σόι του πήγαινε να καλέσει τον κουμπάρο. Μαζί με τον κουμπάρο επιστρέφουν στο σπίτι του γαμπρού και στρώνεται μεγάλο τραπέζι. Ιδιαίτερη φροντίδα υπήρχε για το τραπέζι του κουμπάρου και της παρέας του. Ταυτόχρονα ξυρίζουν τον γαμπρό, ετοιμάζονται και ξεκινούν να πάρουν τη νύφη. Στην εξώπορτα, στέκεται ο γαμπρός, και αφού περάσει όλο το σόι του, τον χαιρετούν και τον δωρίζουν χρήματα. Αφού τελειώσει ο χαιρετισμός ξεκινούν για τη νύφη. Φτάνοντας τους περιμένει με χαρά το συγγενολόι της νύφης. Ακούγονται φωνές «θα σας πάρουμε τη νύφη». Κερνάνε τον γαμπρό κρασί από μια κανάτα, αυτός πίνει λίγο, και το υπόλοιπο μαζί με την κανάτα το πετάει στα κεραμίδια. Μπαίνοντας στο σπίτι, υπάρχει στρωμένο τραπέζι, με το παραδοσιακό μπακλαβά, το οποίο «οργώνει» ο γαμπρός με δύο πηγούνια. Διανέμεται ο μπακλαβάς, τα μπρατίμια φορτώνουν την προίκα στα άλογα, οι συγγενείς της νύφης την χαιρετούν με τον ίδιο τρόπο που χαιρετούν τον γαμπρό ο οποίος τώρα την βλέπει και ξεκινώντας ρίχνει τρεις χούφτες στραγάλια και κέρματα. Ξεκινάει πρώτος με το σόι του και ακολουθεί η νύφη με το δικό της σόι. Σε όλη τη διαδρομή προπορεύονται τα όργανα και τα μπρατίμια χορεύουν κρατώντας την κουλούρα και τα δώρα του γαμπρού. Στην πόρτα της εκκλησίας, τα μπρατίμια του γαμπρού, αγοράζουν την νύφη από τα δικά της μπρατίμια. Την παραδίδουν στον πεθερό της και αυτός με την σειρά του στον γαμπρό. Αρχίζει το μυστήριο, και αφού τελειώσει γυρνάνε στο σπίτι του γαμπρού, την υποδέχεται η πεθερά βάζοντάς την δύο ψωμιά στις μασχάλες και δίνοντας της δύο κανάτες με νερό. Η νύφη χύνοντας το νερό μπαίνει στο σπίτι με το δεξί πόδι. Στην αυλή του σπιτιού γίνεται γλέντι σε στρωμένα τραπέζια και χορεύει πρώτα η νύφη το νυφιάτικο χορό, δωρίζουν τα όργανα όλοι οι συγγενείς, ακολουθεί ο κουμπάρος και η κουμπάρα, Μετά ο γαμπρός και στην συνέχεια όλοι με την σειρά τους γλεντούν ως αργά το βράδυ. Την άλλη Κυριακή η νύφη «επιστρέφει» στην μάνα της. Είναι τα γνωστά «επισρτόφια». Στρώνεται τραπέζι, διανυκτερεύει εκεί και την Δευτέρα πηγαίνουν συγγενείς του γαμπρού για να την ξαναπάρουν πίσω και στρώνεται πάλι τραπέζι.

Οι οργανοπαίχτες

Οι οργανοπαίχτες του χωριού ήταν αυτοδίδακτοι, γιατί είχαν την μουσική μέσα τους και τη μετέδιδαν από πατέρα σε παιδί και από παππού σε εγγόνι. Η παρουσία τους έφερνε κέφι στο χωριό. Γνώριζαν καλά την εθιμοτυπία του τόπου και τη νοοτροπία του κόσμου κάθε χωριού κι έπαιζαν όλους τους χορευτικούς σκοπούς για να ικανοποιήσουν και τους πιο απαιτητικούς και μερακλήδες χορευτές. Παίζανε συνεχώς, δυνατά και ασταμάτητα για να ευχαριστήσουν τον κόσμο σε γάμους και πανηγύρια. Πάνω στην έξαρση του χορού και τον ενθουσιασμό τους κερνούσαν τα όργανα, κολλώντας με σάλιο στα μέτωπα τους χαρτονομίσματα χωρίς να υπολογίζουν τα έξοδα.
Πρέπει να τονιστεί εδώ πως οι αφανείς αυτοί άνθρωποι του λαού πρόσφεραν πολλά στον τόπο μας. Αυτοί οι απλοϊκοί άνθρωποι, οι λαϊκοί οργανοπαίχτες διαφύλαξαν τους σκοπούς της πλούσιας λαϊκής μας μουσικής. Αυτοί με πάθος και αγάπη τους διέσωσαν και έδωσαν τη φλόγα της παράδοσης από γενιά σε γενιά.
Ξακουστοί Εμποριώτες οικογένεια Γιούμπαρα, και οι γαμπροί του Βαλκάνης Στέφανος και η οικογένεια του.

Πολιτιστικός Σύλλογος Εμπορίου

Δημιουργήθηκε το 1980.
Σκοπός ήταν η πολιτιστική αναβάθμιση του χωριού.
Συγκρότησε χορευτικό συγκρότημα με ζηλευτή παρουσία σε πολλές εκδηλώσεις. Παίρνει μέρος με ομάδες μεταμφιεσμένων, στο πρωτοχρονιάτικο καρναβάλι. Και σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με την παρουσίαση λαογραφικού υλικού που διαθέτει.
Αθλητικός Σύλλογος Εμπορίου «Φίλιππος» (έτος ίδρυσης 1955)
Η ποδοσφαιρική ομάδα «Φίλιππος» υπάρχει μέχρι και σήμερα και αγωνίζεται στην Α’ Ερασιτεχνική Κατηγορία Δυτικής Μακεδονίας με λαμπρά αποτελέσματα.

Φιλοπρόοδος Όμιλος Εμπορίου (Φ.Ο.Ε.)

Ιδρύθηκε το 1982 με πρώτο πρόεδρο τον Ιωάννη Παπαζιάκα.
Ο σκοπός του ομίλου ήταν αρχικά φυσιολατρικός. Εκδίδει διμηνιαία Εφημερίδα με τίτλο «ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ» σε 400 αντίτυπα, η οποία αποστέλλεται στην Ελλάδα και το εξωτερικό, στους απανταχού Εμποριώτες.
Διαμόρφωσε όπως προανέφερα κοινόχρηστους χώρους σε διάφορα μέρη του χωριού, και στις ενέργειές του πρέπει να προστεθεί και αυτή της δενδροφύτευσης σε διάφορες πλαγιές του βουνού.

Κοινότητα Εμπορίου

Ιδιαίτερη σημασία για την ευρύτερη περιοχή της Εορδαίας αποτελεί το γεγονός ότι από το 1995 ξεκίνησαν, με πρωτοβουλία του τότε προέδρου Θωμά Δαλάκη, πολιτιστικές εκδηλώσεις με την επωνυμία «Καστανόδασος». Γίνονται κάθε καλοκαίρι και αποτελούν θεσμό πλέον για την περιοχή. Σημαντικοί Έλληνες καλλιτέχνες τίμησαν με την παρουσία του τις εκδηλώσεις και πρόσφεραν αξέχαστες μουσικές βραδιές στους κατοίκους όχι μόνο τους χωριού αλλά και ολόκληρης της περιφέρειας. Ενδεικτικά αναφέρω τους:
Ελευθερία Αρβανιτάκη, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Διονύσης Σαββόπουλος και πλήθος άλλων καλλιτεχνών.

Βιβλιογραφία

1.             Εγκυκλοπαίδεια Υδρία
2.             Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάνικα
3.             Γνωριμία με το νομό Κοζάνης. Νομαρχιακή έκδοση 1970
4.             Εγκυκλοπαίδεια Ποντιακού Ελληνισμού. Μαλλιάρης – Παιδεία 1988
5.             Τρύφωνα Σακελάρη: Αρχαία Ιστορία της περιοχής Εορδαίας
6.             Κ. Βακαλόπουλου: Ιστορία Βόρειου Ελληνισμού: ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ Αφοι Κυριακίδη, Θεσ/νικη 1990
7.             Άγνωστοι ήρωες της Κοζάνης κατά τον Μακεδονικό Αγώνα. Γεωργίου Καρατζιά, Θεσ/νικη 1972
8.             Στάθη Πελαγίδη: Η Οινόη της Καστοριάς. Ιστορική διαδρομή 1923-1995 Έκδοση Κοινότητας Οινόης Θεσ/νικη 1996
9.             Νομαρχία Κοζάνης: Νομός Κοζάνης: Ιστορική Αναδρομή. Κοζάνη 1978
10.        Αριστοτέλη Κωστόπουλου: Μορφές Μακεδόνων Αγωνιστών του ’21. Αθήνα 1973
11.        Σύνδεσμος γραμμάτων και τεχνών Ν. Κοζάνης: Δυτικομακεδονικά Γράμματα Έτος Α’ Κοζάνη 1990
12.        Σύνδεσμος γραμμάτων και τεχνών Ν. Κοζάνης: Δυτικομακεδονικά Γράμματα Έτος Β’ Κοζάνη 1991
13.        Λύντια Τρίχα: Το Βιλαέτι Βιτωλίων το 1881. Δημόσια Βιβλιοθήκη Φλώρινας, Φλώρινα 1994
14.        Θέματα νεότερης και σύγχρονης Ιστορίας από τις Πηγές. Β’ τεύχος, Γ’ Λυκείου, Ο.Ε.Δ.Β., 1983 ΑΘΗΝΑ
15.        Μακεδονική Ζωή, τεύχος 43 Δεκέμβριος 1969.
16.        Εφημερίδες Φιλοπρόοδου Ομίλου Εμπορίου: ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ Διμηνιαίες Εκδόσεις: τεύχη: Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 1998, Μαΐου – Ιουνίου1998 (άρθρα του Ιεροδιάκονος Εμπορίου Ναθαναήλ Ν. Φίλιου)
17.        Ημερολόγιο Πολιτιστικού Συλλόγου Εμπορίου 1999
Ø   Πληροφορίες από τον πατέρα μου Ιωάννη Παπαζιάκα. Γεννήθηκε, μεγάλωσε και εργάστηκε στο χωριό. Διατηρεί ζωντανές τις αφηγήσεις της γιαγιάς και του παππού του (γεννημένοι πριν το 1890)
Ø   Προφορικές μαρτυρίες από την Βουρινάρη Αλεξάνδρα (ετών 80)
Ø   Προφορικές μαρτυρίες από την Παπαδημητρίου Ευτέρπη (ετών 82)


2 σχόλια:

  1. Αλέξη, είσαι πολύ καλός blogger.Τώρα είδα την εργασία της Βάσως. Μπράβο στη Βάσω για τη δουλειά της και σε ΄σένα για την ανάρτηση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ καλή εργασία. Συγχαρητήρια στην κ. Παπαζιάκα και σε όσους βοήθησαν. Τα χωριά μας είχαν και έχουν "ζωντανή" ιστορία με ιστορική συνέχεια. Σαρβίνης Πέτρος (Φουφιώτης στην καταγωγή).

    ΑπάντησηΔιαγραφή