Για κάθε εγγόνι ο παππούς και η γιαγιά είναι τα πλέον αγαπητά πρόσωπα μετά τους γονείς. Λίγο το ότι δεν χαλάν χατίρια, λίγο τα παραμύθια, η αλήθεια είναι αυτή.
Ο δικός μου παππούς ο μπάρμπα Φώτης (τον Κυριάκο δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω) ήταν εδώ και πολλά χρόνια συνταξιούχος ταχυδρόμος και ξόδευε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στον Άγιο Νικόλαο, εκκλησάκι, το οποίο είχε υιοθετημένο. Με δικά του έξοδα μετέφερε το νερό εκεί κι έκανε μία βρύση που αργότερα επανακατασκεύασε ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Εμπορίου. Μετά με τις οδηγίες του παππού φυτέψαμε τα δένδρα που του έφερε ο κυρ Γιώργος ο μάστορας, μετατρέποντας το χώρο σε μία μικρή ζούγκλα. Υπήρχαν ήδη κερασιές μεγάλες κι έτσι όλος ο χώρος έγινε πανέμορφος. Όλη τη μέρα ήταν εκεί και σκάλιζε, καθάριζε, πότιζε, διατηρώντας αυτό που δημιούργησε σε μία πολύ καλή κατάσταση. Όλη μέρα. Ο παππούς ήταν ταχυδρόμος σ’ εποχή που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Έτσι την μία μέρα πήγαινε δυτικά για να εξυπηρετήσει πέντε χωριά περπατώντας είκοσι χιλιόμετρα κι άλλα τόσα η επιστροφή, ενώ δυο μέρες μετά πήγαινε ανατολικά για να εξυπηρετήσει τέσσερα χωριά περπατώντας για δέκα χιλιόμετρα κι άλλα τόσα για την επιστροφή.
Έτσι, μια και δεν υπήρχαν τηλέφωνα, το γράμμα ήταν η βασική μέθοδος επικοινωνίας. Ειδικά με τους πολλούς συγγενείς που είχαν σχεδόν όλοι λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό, ο παππούς λόγω του επαγγέλματος ήταν πάρα πολύ αγαπητός σ’ όλους. Μετά από πολλά χρόνια κατάφερε ν’ αγοράσει ένα άλογο για να πηγαινοέρχεται αλλά σε μία μπόρα ενώ πήγε να διασχίσει ένα ποτάμι το άλογο παρασύρθηκε και πνίγηκε. Έτσι πάλι πήγαινε με τα πόδια.
Ο παππούς κάπνιζε πολύ, τσιγάρα Άρωμα, διάβαζε πολύ κι έλεγε ιστορίες με πολλές λεπτομέρειες που κρατούσε τους ακροατές του σ’ εγρήγορση. Συνήθως οι ιστορίες ξεκινούσαν από το Τεπελένι της Βόρειας Ηπείρου με τον δεκανέα κύριο τάδε στο Αλβανικό μέτωπο. Ήταν απίστευτες οι λεπτομέρειες που θυμόταν. Για καλή του τύχη, στο πόλεμο έμεινε λίγους μήνες γιατί η γιαγιά γέννησε το τέταρτο παιδί, τη θεία Νίκη, τη θεία από τη Θεσσαλονίκη κι έτσι ο παππούς επέστρεψε στο σπίτι. Όταν εξιστορούσε διάφορα περιστατικά κι έκανες το λάθος να τον διακόψεις, άκουγες ένα ξεγυρισμένο βρισίδι ότι ‘’δεν προσέχεις’’, ‘’δεν νιώθεις’’, ‘’λίγα τα ‘χεις’’ κι έτσι ως το τέλος δεν ξαναρωτούσες τίποτε.
Πολλές ήταν οι φορές που ο διακοψίας της αφήγησης ήταν η γιαγιά. Αλίμονο. Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε. Βρισίδι και Άγιος ο Θεός. Άλλωστε για ‘κεινη τη γενιά η γυναίκα ήταν για τις δουλειές, το μαγείρεμα μα σίγουρα όχι για πολλά λόγια. Και η γιαγιά μιλούσε πολύ.
Κάποια μέρα που πήρε τη σύνταξή του, με φώναξε στο δωμάτιο του για να μετρήσω αν τα λεφτά ήταν όσα έπρεπε. Αν και ήμουν γύρω στα δεκαπέντε, μου έλεγε που κρύβει τα λεφτά, συνήθως μέρη απίθανα, σίγουρα όμως γιατί ήξερε ότι το μυστικό του ήταν σε καλά χέρια. Εκεί λοιπόν που μετρούσα τα χρήματα άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η γιαγιά. Μεγάλο λάθος. Ο παππούς τσιρίζοντας ‘‘βγες έξω’’ έκανε μία βουτιά πάνω στο κρεβάτι για να κρύψει τα λεφτά. Η γιαγιά φυσικά έφυγε μουρμουρίζοντας τα γνωστά ‘’#@^%* να σε μαζέψει’’ και διάφορα άλλα χαμηλόφωνα χωρίς να μας ακούσουν βέβαια.
Μετά τα βρισίδια ο μπάρμπα Φώτης έπαιρνε τη θέση του στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, αγκαλιά με τη γάτα μας τη Λουλού και διάβαζε την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων. Είπαμε ήταν βαθιά θρήσκος, για πολλά χρόνια επίτροπος στην εκκλησία, κατάφερνε να ισορροπεί στα βρισίδια και στην εκκλησία.
Είχα την τύχη να ζήσω με τον παππού μέχρι τα 21 κι έτσι πρόλαβα να μάθω πολλά. Κάθε φορά που πηγαίνω στον Άγιο Νικόλαο οι αναμνήσεις είναι τόσο έντονες που δεν περιγράφονται με λόγια. Τον αισθάνομαι εκεί να διατάζει και να με πειράζει για τόσα πράγματα. Πέθανε στα 88 ανάμεσα στα παιδιά του και στα εγγόνια του, η μνήμη του όμως είναι παρούσα και δεν σβήνει όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Ο δικός μου παππούς ο μπάρμπα Φώτης (τον Κυριάκο δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω) ήταν εδώ και πολλά χρόνια συνταξιούχος ταχυδρόμος και ξόδευε όλο τον ελεύθερο χρόνο του στον Άγιο Νικόλαο, εκκλησάκι, το οποίο είχε υιοθετημένο. Με δικά του έξοδα μετέφερε το νερό εκεί κι έκανε μία βρύση που αργότερα επανακατασκεύασε ο Φιλοπρόοδος Όμιλος Εμπορίου. Μετά με τις οδηγίες του παππού φυτέψαμε τα δένδρα που του έφερε ο κυρ Γιώργος ο μάστορας, μετατρέποντας το χώρο σε μία μικρή ζούγκλα. Υπήρχαν ήδη κερασιές μεγάλες κι έτσι όλος ο χώρος έγινε πανέμορφος. Όλη τη μέρα ήταν εκεί και σκάλιζε, καθάριζε, πότιζε, διατηρώντας αυτό που δημιούργησε σε μία πολύ καλή κατάσταση. Όλη μέρα. Ο παππούς ήταν ταχυδρόμος σ’ εποχή που δεν υπήρχαν αυτοκίνητα. Έτσι την μία μέρα πήγαινε δυτικά για να εξυπηρετήσει πέντε χωριά περπατώντας είκοσι χιλιόμετρα κι άλλα τόσα η επιστροφή, ενώ δυο μέρες μετά πήγαινε ανατολικά για να εξυπηρετήσει τέσσερα χωριά περπατώντας για δέκα χιλιόμετρα κι άλλα τόσα για την επιστροφή.
Έτσι, μια και δεν υπήρχαν τηλέφωνα, το γράμμα ήταν η βασική μέθοδος επικοινωνίας. Ειδικά με τους πολλούς συγγενείς που είχαν σχεδόν όλοι λόγω της μετανάστευσης στο εξωτερικό, ο παππούς λόγω του επαγγέλματος ήταν πάρα πολύ αγαπητός σ’ όλους. Μετά από πολλά χρόνια κατάφερε ν’ αγοράσει ένα άλογο για να πηγαινοέρχεται αλλά σε μία μπόρα ενώ πήγε να διασχίσει ένα ποτάμι το άλογο παρασύρθηκε και πνίγηκε. Έτσι πάλι πήγαινε με τα πόδια.
Ο παππούς κάπνιζε πολύ, τσιγάρα Άρωμα, διάβαζε πολύ κι έλεγε ιστορίες με πολλές λεπτομέρειες που κρατούσε τους ακροατές του σ’ εγρήγορση. Συνήθως οι ιστορίες ξεκινούσαν από το Τεπελένι της Βόρειας Ηπείρου με τον δεκανέα κύριο τάδε στο Αλβανικό μέτωπο. Ήταν απίστευτες οι λεπτομέρειες που θυμόταν. Για καλή του τύχη, στο πόλεμο έμεινε λίγους μήνες γιατί η γιαγιά γέννησε το τέταρτο παιδί, τη θεία Νίκη, τη θεία από τη Θεσσαλονίκη κι έτσι ο παππούς επέστρεψε στο σπίτι. Όταν εξιστορούσε διάφορα περιστατικά κι έκανες το λάθος να τον διακόψεις, άκουγες ένα ξεγυρισμένο βρισίδι ότι ‘’δεν προσέχεις’’, ‘’δεν νιώθεις’’, ‘’λίγα τα ‘χεις’’ κι έτσι ως το τέλος δεν ξαναρωτούσες τίποτε.
Πολλές ήταν οι φορές που ο διακοψίας της αφήγησης ήταν η γιαγιά. Αλίμονο. Ποιος είδε το Θεό και δεν φοβήθηκε. Βρισίδι και Άγιος ο Θεός. Άλλωστε για ‘κεινη τη γενιά η γυναίκα ήταν για τις δουλειές, το μαγείρεμα μα σίγουρα όχι για πολλά λόγια. Και η γιαγιά μιλούσε πολύ.
Κάποια μέρα που πήρε τη σύνταξή του, με φώναξε στο δωμάτιο του για να μετρήσω αν τα λεφτά ήταν όσα έπρεπε. Αν και ήμουν γύρω στα δεκαπέντε, μου έλεγε που κρύβει τα λεφτά, συνήθως μέρη απίθανα, σίγουρα όμως γιατί ήξερε ότι το μυστικό του ήταν σε καλά χέρια. Εκεί λοιπόν που μετρούσα τα χρήματα άνοιξε η πόρτα κι εμφανίστηκε η γιαγιά. Μεγάλο λάθος. Ο παππούς τσιρίζοντας ‘‘βγες έξω’’ έκανε μία βουτιά πάνω στο κρεβάτι για να κρύψει τα λεφτά. Η γιαγιά φυσικά έφυγε μουρμουρίζοντας τα γνωστά ‘’#@^%* να σε μαζέψει’’ και διάφορα άλλα χαμηλόφωνα χωρίς να μας ακούσουν βέβαια.
Μετά τα βρισίδια ο μπάρμπα Φώτης έπαιρνε τη θέση του στην πολυθρόνα δίπλα στο τζάκι, αγκαλιά με τη γάτα μας τη Λουλού και διάβαζε την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων. Είπαμε ήταν βαθιά θρήσκος, για πολλά χρόνια επίτροπος στην εκκλησία, κατάφερνε να ισορροπεί στα βρισίδια και στην εκκλησία.
Είχα την τύχη να ζήσω με τον παππού μέχρι τα 21 κι έτσι πρόλαβα να μάθω πολλά. Κάθε φορά που πηγαίνω στον Άγιο Νικόλαο οι αναμνήσεις είναι τόσο έντονες που δεν περιγράφονται με λόγια. Τον αισθάνομαι εκεί να διατάζει και να με πειράζει για τόσα πράγματα. Πέθανε στα 88 ανάμεσα στα παιδιά του και στα εγγόνια του, η μνήμη του όμως είναι παρούσα και δεν σβήνει όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου